(τῷ κοινῷ φόβῳ τὸν σφέτερον

  • 1επηλυγάζω — ἐπηλυγάζω και ἐπηλυγίζω (AM) 1. επισκιάζω, καλύπτω 2. μέσ. επηλυγάζομαι κρύβομαι πίσω από κάτι 3. αποκρύπτω («ὅπως τῷ κοινῷ φόβῳ τὸν σφέτερον ἐπηλυγάζωνται», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ηλυγ άζω (< ηλύγ η* «σκιά, σκοτάδι»] …

    Dictionary of Greek