(τῷ θυμῷ
1θυμώ — (I) θυμῶ, όω (ΑΜ) [θυμός] βλ. θυμώνω. (II) άω [θυμός] επαναφέρω στη μνήμη κάποιου, θυμίζω, υπενθυμίζω («σώπα και μη μού τή θυμάς», Κρυστ.) …
2θυμῶ — θῡμῶ , θυμός soul masc gen sg (doric aeolic) θῡμῶ , θυμόω make angry pres subj act 1st sg θῡμῶ , θυμόω make angry pres ind act 1st sg …
3θυμῷ — θῡμῷ , θυμός soul masc dat sg …
4θύμω — θύμον Cretan thyme neut nom/voc/acc dual θύμον Cretan thyme neut gen sg (doric aeolic) θύμος Cretan thyme masc nom/voc/acc dual θύμος Cretan thyme masc gen sg (doric aeolic) θύ̱μω , θυμόω make angry pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) θύ̱μω ,… …
5θύμῳ — θύμον Cretan thyme neut dat sg θύμος Cretan thyme masc dat sg …
6Μείδησε δὲ θυμῶ Σαρδάνιον μάλα τοῖον. — μείδησε δὲ θυμῶ Σαρδάνιον μάλα τοῖον. См. Сардонический смех …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
7Ἑκὼν ἀέκοντί γε θυμῷ. — См. В непогоду не до плаванья …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
8Ἐν θυμῷ, γρηῦ, χαῖρε καὶ ἴσχεο. — См. Внутренно смеяться …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
9θύμωι — θύμῳ , θύμον Cretan thyme neut dat sg θύμῳ , θύμος Cretan thyme masc dat sg …
10θυμώνω — (ΑΜ θυμῶ, όω, Μ και θυμώνω) 1. (μτβ.) προκαλώ την οργή κάποιου, κάνω κάποιον να εξοργιστεί, τον εκνευρίζω, επισύρω την οργή του, τον φουρκίζω 2. (αμτβ.) (ενεργ. και μέσ. παθ.) θυμώνω, θυμώνομαι (νεοελλ. μσν.), θυμῶ, θυμοῡμαι (μσν. αρχ.)… …