(τῶν χρημάτων

  • 31κομιδή — (I) κομιδή, ἡ (Α) 1. φροντίδα, μέριμνα («οὐ πρασιὴ ἄνευ κομιδῆς κατὰ κῆπον», Ομ. Οδ.) 2. τα αναγκαία («οὐ κομιδὴ κατὰ νῆα ἦεν ἐπηετανός», Ομ. Οδ.) 3. τροφή 4. μεταφορά εφοδίων 5. συγκομιδή και αποθήκευση καρπών (α. «ὁρῶντες τῶν τε ἐπιτηδείων τὴν… …

    Dictionary of Greek

  • 32μερίζω — (ΑM μερίζω, Α δωρ. τ. μερίσδω, Μ και ἱμερίζω) 1. χωρίζω κάτι σε μέρη (α. «οὐσίαν πιοῡσι τὸ ἄπειρον καὶ μερίζουσι», Αριστοτ. β. «ἐὰν κατὰ μέρος μερισθέντες φυλάττωμεν», Ξεν.) 2. διανέμω, διαμοιράζω 3. κατανέμω, κατατάσσω, τακτοποιώ («κατά τόπους… …

    Dictionary of Greek

  • 33συγγραφή — η, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυγγραφή και δωρ. τ. συγγραφά, ἡ, Α [συγγράφω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συγγράφω 2. συνεκδ. σύγγραμμα, έργο, βιβλίο 3. έγγραφη συμφωνία, συμβόλαιο (α. «συγγραφή μίσθωσης» β. «τὴν πρᾱξιν πᾱσαν διομολογούμενοι ἐν… …

    Dictionary of Greek

  • 34Βασσάνης, Παντελής — (Πορταριά 1830 – 1892). Εθνικός ευεργέτης. Γεννήθηκε σε φτωχή οικογένεια. Ταξίδεψε στη Σμύρνη και από εκεί στην Αλεξάνδρεια, όπου επιδόθηκε στο εμπόριο. Τελικά εγκαταστάθηκε οριστικά στην πόλη Τάντα της Αιγύπτου, όπου έμεινε επί τριάντα χρόνια… …

    Dictionary of Greek

  • 35Μουράτης, Ιωάννης — (19oς αι.). Εθνικός ευεργέτης. Έζησε στην Ουγγαρία, όπου ασχολήθηκε με το εμπόριο και απέκτησε τεράστια περιουσία. Από τη χώρα αυτή έστελνε κάθε τόσο στην πατρίδα του την Κοζάνη, χρηματικά ποσά για να ενισχύσει άπορες οικογένειες, τα σχολεία της… …

    Dictionary of Greek

  • 36Ξάνθος, Εμμανουήλ — (Πάτμος 1772 – Αθήνα 1852). Ένας από τους τρεις ιδρυτές της Φιλικής Εταιρείας. Μετά τις μέτριες μάλλον σπουδές του στο σχολείο της πατρίδας του ξενιτεύτηκε στην Τεργέστη, όπου εργάστηκε ως υπάλληλος σε κάποια εμπορική επιχείρηση. Το 1810… …

    Dictionary of Greek

  • 37διάθεση — η 1. η χρησιμοποίηση χώρου, χρόνου ή χρήματος καθώς και η αξιοποίησή τους: Είναι πολύ προσεκτικός στη διάθεση των χρημάτων του. 2. η συναισθηματική κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάποιος, το κέφι: Δεν έχω διάθεση γι’ αστεία. 3. (γραμμ.), η… …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 38ενεργητικό — το 1. το σύνολο της αξίας των χρημάτων ή των πραγμάτων που κατέχει κάποιος, άτομο ή επιχείρηση, ή δικαιούται να παίρνει από άλλους (αντίθ. παθητικό). 2. καθετί που συμβάλλει στην αξία ή την υπόληψη του ατόμου: Είναι στο ενεργητικό του το ότι… …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 39VIRGO — I. VIRGO Graece Παρθένος, inter Minervae cognomina, apud Athenienses, uti vidimus supra ubi de Nuptiis. Sed et Sesti Iovis et Virginis Heroum Plinio memoratur, l. 10. c. 4. Est percelebris apud Seston urbem aquilae gloria: edueatam a virgine… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 40ίππερος — ἵππερος, ὁ (Α) αλογομανία, ιππομανία, έρωτας για τους ἵππους («ἵππερόν μου κατέχειν τῶν χρημάτων» έριξε αλογομανία σαν ίκτερο στα χρήματά μου, Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Λογοπαίγνιο τού Αριστοφ.: ἵππερος < ἵππος + κατάλ. ερος τής ασθένειας ἴκτ ερος… …

    Dictionary of Greek