(τῶν μνηστήρων

  • 21ύβρις — (I) εως, η / ὕβρις, ΝΜΑ, τ. γεν. και εος και επικ. και ιων. τ. ιος, Α 1. έκφραση, λόγος ή πράξη που προσβάλλει την αξιοπρέπεια ή την τιμή κάποιου 2. (ιδίως στην αρχ. ελλ. τραγωδία και σχετικά με τον τραγικό ήρωα) αλαζονική και αυθάδης συμπεριφορά …

    Dictionary of Greek

  • 22Αγαρίστη — (6ος αι. π.Χ.). Ιστορικό πρόσωπο Κόρη του περίφημου τύραννου της Σικυώνας Κλεισθένη, σύζυγος του Μεγακλή, από το γένος των Αλκμεωνιδών της Αθήνας, και μητέρα του Κλεισθένη, του γνωστού μεταρρυθμιστή της Αθήνας. Από το ίδιο γένος των Αλκμεωνιδών… …

    Dictionary of Greek

  • 23έκτοθεν — ἔκτοθεν (Α) επίρρ. αντί ἔξωθεν 1. από το έξω μέρος, έξω, εκτός («ἔκτοθεν ἄλλων μνηστήρων» έξω από τον κύκλο τών άλλων μνηστήρων, Οδύσ.) 2. από («πύργων δ ἔκτοθεν βαλών», Αισχ. Επτά) 3. (απολ.) έξω, απέξω («τήνδε δ ἔκτοθεν βοᾱν ἔα», Σοφ. Ηλ.) 4.… …

    Dictionary of Greek

  • 24Γαλλιηνός, Πόπλιος Λικίνιος Εγνάτιος — (Publius Licinius Egnatius Gallienus, 218; – 268 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας (253 268), γιος του αυτοκράτορα Βαλεριανού. Το 253, με τον τίτλο του αυγούστου, μοιράστηκε με τον πατέρα του τη διακυβέρνηση της αυτοκρατορίας σε μία από τις πιο… …

    Dictionary of Greek

  • 25κατάγω — (AM κατάγω) 1. μέσ. κατάγομαι έλκω την καταγωγή, προέρχομαι («κατάγεται από την Ήπειρο») 2. φρ. «κατάγω θρίαμβο(ν)» ή «κατάγω νίκη(ν)» νικώ, θριαμβεύω αρχ. 1. οδηγώ προς τα κάτω, φέρω προς τα κάτω «τὴν ἐκ τῶν ὀρῶν ὕλην κατῆγον εἰς τὸ ἄστυ»,… …

    Dictionary of Greek

  • 26χαλεπός — ή, ό / χαλεπός, ή, όν, ΝΜΑ δύσκολος, δυσχερής, αυτός τού οποίου η αντιμετώπιση παρουσιάζει πολλές δυσκολίες (α. «έρχονται χαλεποί καιροί» β. «ἐν ἐσχάταις ἡμέραις ἐνστήσονται καιροὶ χαλεποί», ΚΔ γ. «χαλεπὸν ὁ βίος», Ξεν. δ. «χαλεποὶ δὲ θεοὶ… …

    Dictionary of Greek