(τῇ χρόᾳ

  • 51χροιακός — ή, όν, ΜΑ, και χροακός, ή, όν, Μ χρωματισμένος μσν. ποικιλόχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χροιά / χρόα «χρώμα» + κατάλ. ακός (πρβλ. οἰκει ακός)] …

    Dictionary of Greek

  • 52χροιανθής — και χροανθής, ές, Α (κατά τον Ησύχ.) (το ουδ.) χροανθές «εὐφεγγές». [ΕΤΥΜΟΛ. < χροιά / χρόα «χρώμα» + ανθής (< ἄνθος), πρβλ. χλο ανθής] …

    Dictionary of Greek

  • 53χρώζω — ΜΑ, και χροΐζω και ποιητ. τ. χροιίζω Α [χρόα / χροιά] 1. αγγίζω, ψηλαφώ, χαϊδεύω 2. χρωματίζω, προσδίδω χρώμα σε μια επιφάνεια (α. «λευκὸν ἢ μέλαν ἢ κοινῶς κεχρωσμένον», Σέξτ. Εμπ. β. «τὸ χρῶζον ἡμῶν τὰ σώματα φυσικῶς», Αριστοτ.) αρχ. 1.… …

    Dictionary of Greek

  • 54ψωρός — ά, όν, Α [ψώρα] 1. ψωραλέος, ψωριάρης 2. τραχύς, ανώμαλος στην επιφάνεια («τὸ δὲ λιθῶδες... τῇ χρόᾳ ψωρόν», Διοσκ.) 3. (κατά τον Ησύχ.) παιδεραστής …

    Dictionary of Greek

  • 55ψόα — η, ΝΜΑ, και ψύα ΜΑ, και ψυά και ιων. τ. ψύη και ψοιά και ψοία και ψυία και τ. πληθ. ψίαι και ψειαί Α (κυρίως στον πληθ.) οι ψόες και αἱ ψόαι οι μύες τής οσφυϊκής χώρας που εκτείνονται μέχρι την περιοχή τών νεφρών νεοελλ. 1. κρέας σφαγίου από την… …

    Dictionary of Greek

  • 56ԳՈՅՆ — I. (գունոյ, ոց. եւ գունի, ից.) NBH 1 0571 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 10c, 12c գ. χρόα, χρῶμα color Զգալի որակ մարմնոյ՝ երեւելի աչաց ʼի ձեռն լուսոյ. երանգ. երփն. եւ Ներկ. եւ Գունագոյն իրք. գուն. կիուն, կէօն …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 57ԵՐԱՆԳ — (ոյ, ոց. եւ ի, աց.) NBH 1 0669 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 8c, 9c, 10c, 12c գ. χρῶμα, χρόα color βαφή tinctura Գոյն զարդարիչ բնական, եւ մանաւանդ արուեստական, որպէս ներկ, նարօտ. ... *Կապուտ երանգոցն սիսարայ. Դատ. ՟Ե. 30: *Ի ձեռն… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 58ԵՐՓՆ — (ի, իւ, երփունք, փնից.) NBH 1 0704 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 7c, 10c, 11c գ. χρόα, χρῶμα, ποιότης color, qualitas Երեւեալն գոյն. երանգ. որակ վայելչութեան գունաւոր մարմնոց. գուն. ... *Ընկալաւ զերփն գունոյ». յն.… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 59χρόαι — χροιά sign. fem nom/voc pl (attic) χρόᾱͅ , χροιά sign. fem dat sg (attic doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 60ghrēu-2 : ghrǝu- : ghrū- —     ghrēu 2 : ghrǝu : ghrū     English meaning: to rub     Deutsche Übersetzung: ‘scharf darũber reiben, zerreiben”     Note: extension from gher “rub”     Material: Gk. *χραύω, Konj. Aor. χραύσῃ “ scratch, scrape, graze, wound slightly, injure… …

    Proto-Indo-European etymological dictionary