(τῇ χρόᾳ
31αλλάζω — (Α ἀλλάσσω, αττ. ἀλλάττω και διαλεκτικά ἀλλάζω) Ι. (μτβ.) 1. κάνω κάτι διαφορετικό από ό,τι ήταν μέχρι τώρα, μεταβάλλω, αλλοιώνω, διαφοροποιώ 2. (αρχ. και μεσ.) δίνω ή παίρνω κάτι με αντάλλαγμα, ανταλλάσσω, κάνω ανταλλαγή 3. αντικαθιστώ,… …
32δάπτω — (Α) 1. (για άγρια ζώα) καταβροχθίζω («λύκοι... οἵ τ ἔλαφον κεραὀν μέγαν... δάπτουσιν» λύκοι που καταβροχθίζουν μεγάλο ελάφι) 2. (για φωτιά) κατακαίω, κάνω στάχτη («Ἕκτορα πυρί δαπτέμεν» να κάνει τον Έκτορα η φωτιά στάχτη) 3. (για σκώρους και… …
33επιγράφω — (AM ἐπιγράφω) 1. χαράσσω επιγραφή («καὶ ἐπέγραψαν ὀνομαστὶ τὰς πόλεις [ἐπὶ τρίποδος]», Θουκ.) 2. δίνω τίτλο σε ένα κείμενο («Ἰλιάδα ἐπέγραψε τῷ ποιήματι») 3. υπογράφω ή επικυρώνω˙|| μσν. 1. φέρω επιγραφή 2. συγγράφω 3. αποφασίζω αρχ. 1. ξύνω… …
34επιχροά — ἐπιχροά και ἐπιχρόα, ἡ (Α) χροιά, χρώμα που φαίνεται στην επιφάνεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + χρόα «εξωτερική επιφάνεια, επιδερμίδα»] …
35θαλάσσιος — α, ο (AM θαλάσσιος, ία, ον, Α και θαλάσσιος, ον, αττ. τ. θαλάττιος, ία, ον και ος, ον) [θάλασσα] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θάλασσα, αυτός που υπάρχει ή γίνεται μέσα ή πάνω σε αυτήν, αυτός που προέρχεται από αυτήν (α. «θαλάσσια λουτρά»… …
36ιάπτω — ἰάπτω (Α) 1. ρίχνω εναντίον, εκσφενδονίζω («τόξοις ἰάπτειν μητέτ εἰς ἡμᾱς βέλη», Αισχύλ.) 2. πλήττω, χτυπώ («πρόσθε πυλᾱν κεφαλὰν ἰάψειν» μπροστά στις πύλες θα χτυπήσει το κεφάλι του, Αισχύλ.) 3. (για όπλο) τραυματίζω, διατρυπώ 4. βλάπτω, ζημιώνω …
37κάρφω — (Α) 1. ξεραίνω, μαραίνω, κάνω κάτι να ζαρώσει («ἠέλιος χρόα κάρφει», Ησίοδ.) 2. ταπεινώνω κάποιον («σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει Ζεὺς», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σχηματίζεται με τη συνεσταλμένη βαθμίδα (s)krb(h) τής ΙΕ ρίζας* (s)kerb(h) «κάμπτω,… …
38καταδάκνω — (Α) 1. δαγκώνω δυνατά 2. παθ. καταδάκνομαι κατακομματιάζομαι («κατὰ χρόα πάντ ὀνύχεσσι δακνόμενος», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + δάκνω «δαγκώνω»] …
39καταμύσσω — καταμύσσω, αττ. τ. καταμύττω (Α) (ενεργ. και μέσ.) κατασπαράζω, καταξεσχίζω (α. «κατὰ δὲ χρόα καλὸν ἀμύξη», Θεόκρ. β. «πρὸς χρυσέη περόνη καταμύξατο χεῑρα ἀραιήν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀμύσσω «σπαράζω»] …
40κατιάπτω — (Α) φθείρω, βλάπτω, ασχημίζω («ὡς ἂν μὴ κλαίουσα κατὰ χρόα καλὸν ἰάπτη» για να μην κλαίει και χαλάει το ωραίο τής δέρμα, Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἰάπτω «βλάπτω»] …