(τῆς ἐπιχειρήσεως
1καλύπτω — (AM καλύπτω) 1. βάζω κάλυμμα πάνω σε κάτι ή γύρω από κάτι, σκεπάζω κάτι (α. «το καλοκαίρι πρέπει να καλύπτει κάποιος το κεφάλι του με καπέλο» β. «οὐδεὶς δὲ λύχνον ἅψας καλύπτει αὐτὸν σκεύει», ΚΔ) 2. περιβάλλω, σκεπάζω (α. «σύννεφα κάλυψαν τον… …
2εποπτεία — η (AM ἐποπτεία) [εποπτεύω] νεοελλ. επίβλεψη, επιτήρηση («ἐχει την εποπτεία όλης τής επιχειρήσεως») μσν. νεοελλ. 1. η κατ’ αίσθηση αντίληψη ενός αντικειμένου που περιλαμβάνει όλα τα διακριτικά του γνωρίσματα («εποπτεία ζωγραφικού πίνακα») 2. σαφής …
3θεμελιωτής — ο (Α θεμελιωτής) [θεμελιώνω] μτφ. αυτός που θεμελιώνει, που ιδρύει, ο ιδρυτής («θεμελιωτής τής επιχειρήσεως») νεοελλ. αυτός που θέτει τα θεμέλια ενός οικοδομήματος ή άλλου έργου …
4αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… …
5ДИОНИСИЯ ПРЕПОДОБНОГО МОНАСТЫРЬ — Мон рь прп. Дионисия на Афоне Мон рь прп. Дионисия на Афоне [Дионисиат; греч. ῾Ιερὰ Μονὴ τοῦ ῾Αγίου Διονυσίου], в честь Рождества св. Иоанна Предтечи и Крестителя Господня, общежительный, мужской. Расположен на крутой прибрежной скале юго зап.… …
6διευθυντής — ο (θηλ. διευθύντρια, η) [διευθύνω] 1. προϊστάμενος υπηρεσίας, επιχειρήσεως ή ιδρύματος 2. ανώτατος βαθμός τής ιεραρχίας τών δημόσιων υπαλλήλων …
7δολιοφθορά — η καταστροφή εκ προθέσεως, πράξη ή παράλειψη που αποβλέπει στην καταστροφή ή χειροτέρευση υλικού, την ανάσχεση ή μείωση παραγωγής, την παρεμπόδιση τής λειτουργίας υπηρεσίας ή επιχειρήσεως, σαμποτάζ …