(τῆς πονηρίας
1ИОАНН ДАМАСКИН — Прп. Иоанн Дамаскин. Икона. Нач. XIV в. (скит св. Анны на Афоне) Прп. Иоанн Дамаскин. Икона. Нач. XIV в. (скит св. Анны на Афоне) [греч. ᾿Ιωάννης ὁ Δαμασκήνος, ὁ Χρυσορρόας, лат. Ioannes Damascenus] (2 я пол. VII в., Дамаск до 754 г.), прп. (пам …
2ЕВАГРИЙ ПОНТИЙСКИЙ — [греч. Εὐάϒριος ὁ Ποντικός] (ок. 345, г. Ивора Понтийская (совр. Сев. Турция) ок. 399, пустыня Келлии (Египет)), монах, аскетический писатель, богослов. Жизнь Источники Помимо скудных автобиографических данных, содержащихся в сочинениях Е. П.,… …
3Ρωμιός — ο, θηλ. Ρωμιά, ΝΜ 1. ο Ρωμαίος, ο κάτοικος τής Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, δηλ. τής Βυζαντινής και, ειδικότερα, ο ελληνόφωνος χριστιανός ορθόδοξος τού Βυζαντίου νεοελλ. 1. (ειδικότερα κατά την περίοδο τής τουρκοκρατίας) ο Έλληνας, ο… …
4ANGELI quatuor — in leonis, vituli, aquilae et hominis specie primo Ezechieli c. 1. v. 10. et c. 10. v. 4. deinde etiam Iohanni in Apocal. c. 4. v. 7. visi, non angeli solum, sed et Archangeli, qui aliis praefecti sint et eorum unicuique pensum suum assignent,… …
5κουμερκιάρης — ο 1. ο ενοικιαστής τού κομμερκίου, δηλ. τού φόρου εισαγωγής, για ένα χρονικό διάστημα, συνήθως ενός έτους, ο κομμερκιάριος* 2. παροιμ. «όταν φτωχαίνει ο διάβολος, γίνεται κουμερκιάρης» λέγεται για δήλωση τής πονηριάς και απληστίας τών… …
6συναπελέγχω — Α εξελέγχω συγχρόνως («τῆς πονηρίας φωραθείσης καὶ τὰ λοιπὰ συναπελέγχεται», Γρηγ. Νύσσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀπελέγχω «επικρίνω, καταδικάζω»] …
7προαίρεση — η / προαίρεσις, έσεως, ΝΜΑ [προαιροῡμαι] 1. η ενδόμυχη ψυχική τάση για κάτι, επιθυμία, πρόθεση (α. «ό,τι έκανε, τό έκανε από αγαθή προαίρεση» β. «ἡ κατὰ προαίρεσιν κίνησις», Αριστοτ.) 2. (στον Αριστοτ.) η απόφαση την οποία παίρνει κανείς μετά από …
8ЗЛО — [греч. ἡ κακία, τὸ κακόν, πονηρός, τὸ αἰσχρόν, τὸ φαῦλον; лат. malum], характеристика падшего мира, связанная со способностью разумных существ, одаренных свободой воли, уклоняться от Бога; онтологическая и моральная категория, противоположность… …