(τῆς κινήσεως

  • 71ενταύθα — (AM ἐνταῡθα, Α ιων. τ. ἐνθαῡτα και ἐντοῡθα) επίρρ. (για τόπο) εδώ, στο ίδιο μέρος αρχ. μσν. σ αυτόν τον υλικό κόσμο (αντιθ. εκεί ο ιδεώδης κόσμος) αρχ. 1. (με ρήμ. κινήσεως) προς τα εδώ («μηδέ σε δαίμων ἐνταῡθα τρέψειε», Ομ. Ιλ.) 2. (με γεν.… …

    Dictionary of Greek

  • 72επάνωθε(ν) — (AM ἐπάνωθε[ν]) επίρρ. επάνω, από επάνω, εκ τών άνω («περνά ένα μαύρο σύννεφο, επάνωθέ τους στέκει», Βαλαωρ.) αρχ. 1. στην επάνω χώρα, στην πάνω περιοχή, στα μεσόγεια («τῶν γὰρ Μακεδόνων εἰσί... ἄλλα ἔθνη ἐπάνωθεν», Θουκ.) 2. (για χρόνο) φρ. «oἱ… …

    Dictionary of Greek

  • 73θεμελιόθεν — (Α) επίρρ. επιγρ. εκ θεμελίων, άρδην. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεμέλιον + θεν, κατάλ. δηλωτική τής προελεύσεως, αφετηρίας ή από τόπου κινήσεως] …

    Dictionary of Greek

  • 74θεόθεν — (AM θεόθεν) επίρρ. από τον θεό («θεόθεν δ οὐκ ἔστ ἀλέασθαι», Ομ. Οδ.) αρχ. με τη θέληση, με τη βοήθεια ή με την εύνοια τών θεών. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεός + κατάλ. θεν, δηλωτική της προελεύσεως ή από τόπου κινήσεως] …

    Dictionary of Greek

  • 75ιουδαίηθεν — ἰουδαίηθεν (Α) (ποιητ. επίρρ.) από την Ιουδαία. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ἰουδαία + θεν*, επιρρηματική κατάλ. δηλωτική τής από τόπου κινήσεως] …

    Dictionary of Greek

  • 76ιππόθεν — ἱππόθεν (Α) επίρρ. (κυρίως για τους Έλληνες ήρωες που κατέβαιναν από τον Δούρειο ίππο) από τον ίππο («υἷες Ἀχαιῶν ἱππόθεν ἐκχύμενοι», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἵππος + θεν*, επιρρηματική κατάλ. δηλωτική τής από τόπου κινήσεως] …

    Dictionary of Greek

  • 77κατωτέρωθεν — (Α) επίρρ. από κατώτερο μέρος, από μεγαλύτερος βάθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατωτέρω + επιρρμ. κατάλ. θεν, δηλωτική τής από τόπου κινήσεως] …

    Dictionary of Greek

  • 78κηρόθεν — (Α) επίρρ. κηρόθι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κήρ (II) «καρδιά» + επιρρμ. κατάλ. θεν*, δηλωτική τής από τόπου κινήσεως] …

    Dictionary of Greek

  • 79κλισίηθεν — (Α) επίρρ. από την καλύβα, έξω από την πρόχειρη κατοικία («τὴν δὲ νέον κλισίηθεν ἔβαν κήρυκες ἄγοντες κούρην Βρισῆος», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλισία / η + επιρρμ. κατάλ. θεν, δηλωτική τής προελεύσεως και από τόπου κινήσεως] …

    Dictionary of Greek

  • 80κλισίηνδε — (Α) επίρρ. στην καλύβα ή προς αυτήν («ἕπεο, κλισίην δ ἴομεν», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αιτ. εν. κλισίην + επιρρμ. κατάλ. δε, δηλωτική τής προς τόπον κινήσεως] …

    Dictionary of Greek