(τῆς κινήσεως

  • 61υπέρ — ὑπέρ, ΝΜΑ, και επικ. τ. ὑπείρ και λεσβιακός τ. ἴπερ και παμφυλιακός τ. ὐπάρ και αρκαδ. τ. ὁπέρ και βοιωτ. τ. οὗπερ, Α (δισύλλαβη πρόθεση που συντάσσεται με γεν., αιτ. και δοτ.) ΣΥΝΤΑΞΗ ΣΗΜΑΣΙΑ: Ι. (με γεν.) δηλώνει: 1. (σχετικά με πρόσ. και πράγμ …

    Dictionary of Greek

  • 62Corpus Aristotelicum — bezeichnet die Schriften des Aristoteles, die auf uns gekommen sind; die Rezeption begann bereits im Hellenismus und wurde in der Spätantike intensiviert. Dabei handelt es sich in der großen Mehrheit um esoterische Schriften, die nicht (zumindest …

    Deutsch Wikipedia

  • 63Θήβασδε — και αττ. τ. Θήβαζε (Α) επίρρ. στη Θήβα, προς τη Θήβα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αιτ. Θήβας + δε (I)*, δεικτικό μόριο δηλωτικό τής προς τόπον κινήσεως] …

    Dictionary of Greek

  • 64Θήβηθεν — και Θήβησθε και βοιωτ. τ. Θείβαθεν (Α) επίρρ. από τη Θήβα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Θήβη, παράλλ. τ. τού Θήβαι, + κατάλ. θεν, δηλωτική τής από τόπου κινήσεως] …

    Dictionary of Greek

  • 65Θήρανδε — (Α) προς τη Θήρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αιτ. εν. Θήραν + δε (I)*, μόριο δηλωτικό της προς τόπον κινήσεως] …

    Dictionary of Greek

  • 66άλλοθι — Το πραγματικό γεγονός σύμφωνα με το οποίο ο κατηγορούμενος, στον χρόνο της διάπραξης του αδικήματος, βρισκόταν σε άλλο τόπο και όχι σε εκείνον στον οποίο είχε αυτό γίνει. Έτσι, το ά. αποτελεί σοβαρό αποδεικτικό μέσο για την αθωότητα του… …

    Dictionary of Greek

  • 67ένδον — (AM ἔνδον) επίρρ. μέσα, εσωτερικά («κραδίη... ἔνδον ὑλάκτει») αρχ. 1. (ιδίως) μέσα στο σπίτι («ἔνδον κατακρύπτων ἑαυτόν», Πλούτ.) 2. μέσα στη Βουλή («βουλευτάς ὄντας καὶ καθημένους ἔνδον») 3. (με δοτ.) αντί τής πρόθ. ἐν («ἔνδον ἄλσει παλαιτάτῳ»,… …

    Dictionary of Greek

  • 68έραζε — ἔραζε και δωρ. τ. ἔρασδε (Α) επίρρ. καταγής, στο έδαφος («νιφάδες δ’ ὣς πῑπτον ἔραζε», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < έρα «γη» + κατάλ. ζε, δηλωτική τής προς τόπον κινήσεως] …

    Dictionary of Greek

  • 69δεύρο — δεῡρο και δεύρω και αιολ. δεῡρυ και αττ. επιτ. δευρί και δεῡρε και δευρεί) (Α) 1. (με ρήματα κινήσεως σημαντικά) εδώ, προς τα εδώ («ἦλθον αἰχμητάων δεῡρο μαχησόμενος», Ιλ.) 2. φρ. «τὰ δεῡρο» τα αισθητά όντα 3. (σε συζητήσεις, επιχειρήματα και… …

    Dictionary of Greek

  • 70εκτός — (I) ἑκτός, ή, όν (Α) 1. αυτός που μπορεί κανείς να τον έχει, να τον αποκτήσει 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἑκτά οι ιδιότητες τής ουσίας (κατά τους Στωικούς). (II) επίρρ. (AM ἐκτός) 1. έξω, μακριά, προς τα έξω («στῆ δ ἐκτὸς κλισίης», Ιλ. Ξ) 2.… …

    Dictionary of Greek