(τῆς κινήσεως

  • 51Aristotĕles — Aristotĕles, 1) (bei den Arabern u. Syrern Ari sto), aus Stagira in Macedonien (daher der Stagirit genannt), geb. 384 v. Chr.; von seinem Vater Nikomachos, Leibarzt des Königs Amyntas III. von Macedonien, erhielt er die erste Bildung, dann von… …

    Pierer's Universal-Lexikon

  • 52επιτρόχιος — α, ο φυσ. αυτός που βρίσκεται πάνω στην εφαπτομένη τής τροχιάς κινήσεως, ο εφαπτόμενος τής τροχιάς …

    Dictionary of Greek

  • 53ηερίηθεν — ἠερίηθεν (Α) επίρρ. από τον ομιχλώδη τόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ηερίη, παλαιά ονομασία τής Αιγύπτου + κατάλ. θεν, δηλωτική της από τόπου κινήσεως (πρβλ. εντεύ θεν, οίκο θεν)] …

    Dictionary of Greek

  • 54ηερόθεν — ἠερόθεν (Α) επίρρ. (ιων. και επικ. τ. τού ἀερόθεν) από τον αέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηερο , ιων. τ. τού αερο (< αήρ, πρβλ. ιων. γεν. ηερ ος) + κατάλ. θεν, δηλωτική τής προελεύσεως ή τής από τόπου κινήσεως (πρβλ. εκεί θεν, οίκο θεν)] …

    Dictionary of Greek

  • 55κάτωθεν — και κάτωθε και κάτουθε (ΑΜ κάτωθεν, Α και κάτωθε) επίρρ. 1. από κάτω προς τα πάνω («ὄρυγμα κάτωθεν ἀρξάμενον», Ηρόδ.) 2. κάτω από, υποκάτω (α. «κάτωθεν τής τραπέζης» β. «κάτωθεν τοῡ ὀφθαλμοῡ», Ιπποκρ.) μσν. 1. παρακάτω 2. γεωγρ. δυτικά 3. φρ. «τὸ …

    Dictionary of Greek

  • 56καρδιόθεν — (Μ) επίρρ. από την καρδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρδία + επιρρμ. κατάλ. θεν*, δηλωτική τής προελεύσεως ή τής από τόπου κινήσεως] …

    Dictionary of Greek

  • 57κορινθόθεν — (Α) επίρρ. επιγρ. από την Κόρινθο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Κόρινθος + επιρρμ. κατάλ. θεν, δηλωτική τής προελεύσεως ή τής από τόπου κινήσεως] …

    Dictionary of Greek

  • 58πέραν — ΝΑ (επικ. και ιων. τ. πέρην) επίρρ. (ως τοπ.) 1. στο απέναντι ή στο αντίθετο μέρος, στην απέναντι πλευρά, αντίπερα κάποιου («πέραν τοῡ Ἑλλησπόντου», Θουκ.) 2. πιο πέρα από κάτι, επέκεινα («ἐπήλθε πέραν τοῡ χειμάρρου τῶν κέδρων, ὅπου ἦν κήπος»,… …

    Dictionary of Greek

  • 59πληρωμή — και πλερωμή, η, Ν [πληρώνω / πλερώνω] 1. η καταβολή αντιτίμου, η καταβολή τής αξίας αγοραζόμενου πράγματος 2. η καταβολή χρηματικού ποσού για παραχθείσα εργασία ή προσφερθείσα υπηρεσία, αμοιβή 3. η επιστροφή οφειλόμενων χρημάτων, εξόφληση χρέους… …

    Dictionary of Greek

  • 60στηριγμός — ο, ΝΜΑ [στηρίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στηρίζω, στήριξη, στήριγμα νεοελλ. αστρον. το σημείο τής φαινομένης τροχιάς ενός πλανήτη, κατά το οποίο εκείνος, ενώ μεταβάλλει φορά κινήσεως, φαίνεται να στέκεται ακίνητος μσν. αρχ. μτφ.… …

    Dictionary of Greek