(τῆς γλώττης
1Τὸ ἐν τῇ καρδία τοῦ νήφοντος, ἐπὶ τῆς γλώττης ἐστὶ τοῦ μεθύοντος. — τὸ ἐν τῇ καρδία τοῦ νήφοντος, ἐπὶ τῆς γλώττης ἐστὶ τοῦ μεθύοντος. См. Что у трезвого на уме, то у пьяного на языке …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
2ποικιλία — Όρος που χρησιμοποιείται στη γεωπονία, για να χαρακτηρίσει ένα άθροισμα ατόμων, τα οποία διαφέρουν από τα υπόλοιπα άτομα του ίδιου είδους, ως προς ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά. Βοτανικώς αποτελεί υποδιαίρεση του είδους. Από όλες τις π. και… …
3περισείρια — τὰ, Α (κατά τον Ησύχ.) «τὰ πλάγια τής γλώττης». [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σειρά (πρβλ. παρά σειρα «οι κοιλότητες τού στόματος στις δύο πλευρές τής γλώσσας»)] …
4что у трезвого на уме, то у пьяного на языке — Пьяного речи, трезвого мысли. Трезвого дума, а пьяного речь. Ср. Это отчасти и лучше, что он пьян, пьяный всегда разболтает. Достоевский. Униж. и оскорбленные. 3, 10. Ср. Ce que le sobre tient au coeur Est sur langue du buveur. Ср. Quod in animo… …
5Что у трезвого на уме, то у пьяного на языке — Что у трезваго на умѣ, то у пьянаго на языкѣ. Пьянаго рѣчи, трезваго мысли. Трезваго дума, а пьянаго рѣчь. Ср. Это отчасти и лучше, что онъ пьянъ, пьяный всегда разболтаетъ. Достоевскій. Униж. и оскорбленные. 3, 10. Ср. Ce que le sobre tient au… …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
6βους — ο (AM βοῡς, ο, Α και βοῡς, η) βόδι (ταύρος, αγελάδα ή μοσχάρι) (αρχ. μσν.) φρ. «βοῡς ἐπὶ γλώσσῃ βέβηκε», «βοῡς ἐπὶ γλώσσης ἐπιβαίνει», «βοῡν ἐπὶ τῆς γλώττης ἔχω» βουθαίνομαι, δεν αποκαλύπτω αυτά που γνωρίζω αρχ. βοῡς, η 1. δέρμα βοδιού, ασπίδα 2 …
7νήφω — (Α νήφω και δωρ. τ. νάφω) 1. είμαι εγκρατής στο κρασί, απέχω από το κρασί, είμαι νηφάλιος, ξεμέθυστος («εἶεν δή, ἄνδρες δοκεῑτε γάρ μοι νήφειν οὐκ ἐπιτρεπτέον ὑμῑν, ἀλλὰ ποτέον», Πλάτ.) 2. μτφ. έχω πνευματική διαύγεια, είμαι ψύχραιμος, ήρεμος αρχ …
8προσανίσταμαι — Α 1. ανασηκώνομαι και πιέζω κάτι («τῆς γλώττης... τοῑς ὀδοῡσι προσανισταμένης», Δίον. Αλ.) 2. εξεγείρομαι, κάνω επανάσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀνίσταμαι «σηκώνομαι, εξεγείρομαι»] …
9συμβαρβαρίζω — Α συμπεριφέρομαι κι εγώ σαν βάρβαρος («συνεβαρβάριζεν ὁ τρόπος τῷ τῆς γλώττης ὀργάνῳ», Βασ.) …
10ВАСИЛИЙ ВЕЛИКИЙ — [греч. Βασίλειος ὁ Μέγας] (329/30, г. Кесария Каппадокийская (совр. Кайсери, Турция) или г. Неокесария Понтийская (совр. Никсар, Турция) 1.01.379, г. Кесария Каппадокийская), свт. (пам. 1 янв., 30 янв. в Соборе 3 вселенских учителей и святителей; …
- 1
- 2