(τύμβος
1τύμβος — sepulchral mound masc nom sg …
2τύμβος — Με τον όρο αυτό χαρακτηριζόταν στην αρχαιότητα ο τάφος ενός ή πολλών ατόμων πάνω από τον οποίο συσσωρευόταν σωρός από χώμα. Συνήθως ήταν μεγαλοπρεπής τάφος ο οποίος έφερε το λεγόμενο σήμα, μια πέτρα δηλαδή ή πλάκα ή επιτύμβια στήλη. Η συνήθεια να …
3τύμβος — ο 1. μικρό ύψωμα χώματος πάνω σε τάφο, τούμπα. 2. μεγαλόπρεπος τάφος, μεγαλόπρεπο μνημείο: Ο τύμβος των πεσόντων στη μάχη. 3. επιτάφια πλάκα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4Αλεξαντρόπολ, τύμβος — Σκυθικός βασιλικός τύμβος, από τους πλουσιότερους που έχουν έρθει στο φως. Βρέθηκε το 1852 στη Νικόπολη της Ουκρανίας και ανάγεται στον 3ο αι. π.Χ. Ο τύμβος είχε συληθεί από τα αρχαία χρόνια. Οι αρχαιολογικές έρευνες μαρτυρούν ότι o νεκρός… …
5τύμβε — τύμβος sepulchral mound masc voc sg …
6τύμβοι — τύμβος sepulchral mound masc nom/voc pl …
7τύμβοιο — τύμβος sepulchral mound masc gen sg (epic) …
8τύμβοις — τύμβος sepulchral mound masc dat pl …
9τύμβοισι — τύμβος sepulchral mound masc dat pl (epic ionic aeolic) …
10τύμβοισιν — τύμβος sepulchral mound masc dat pl (epic ionic aeolic) …