(τόπος

  • 61κυνηγότοπος — ο, και κυνηγοτόπι, το τόπος όπου υπάρχει αφθονία θηραμάτων, τόπος που έχει άφθονο κυνήγι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυνήγι + τόπος] …

    Dictionary of Greek

  • 62κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …

    Dictionary of Greek

  • 63ναός — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη …

    Dictionary of Greek

  • 64νομός — (Νομ.). Κάθε υποχρεωτικός κανόνας που γεννά δικαιώματα και υποχρεώσεις, με δυνατότητα εξωτερικού καταναγκασμού για όποιον δε συμμορφώνεται εκούσια στις επιταγές ή στις απαγορεύσεις του. Με τη γενική αυτή αλλά ουσιαστική έννοια, είναι αδιάφορο το… …

    Dictionary of Greek

  • 65πετρότοπος — ο, Ν τόπος πετρώδης, γεμάτος πέτρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + τόπος (πρβλ. καπνό τοπος)] …

    Dictionary of Greek

  • 66προσβολή — η, ΝΜΑ [προσβάλλω] έφοδος, εφόρμηση (α. «έγινε προσβολή με άρματα μάχης» β. «καὶ προσβολαὶ... ἐγίγνοντο τῶν Ἀθηναίων ἱππέων», Θουκ.) νεοελλ. 1. βλάβη τής υγείας («προσβολή τού νευρικού συστήματος») 2. υβριστική συμπεριφορά («μού έκανε μεγάλη… …

    Dictionary of Greek

  • 67σύντοπος — ὁ, Α συντοπίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + τοπος (< τόπος), πρβλ. ἔν τοπος] …

    Dictionary of Greek

  • 68τελωνείο — Ο τόπος, το ίδρυμα στο οποίο εισπράττεται ο δασμός των εμπορευμάτων που εισάγονται και εξάγονται. Η υπηρεσία που επιβλέπει την είσπραξη των δασμών εισαγωγής και εξαγωγής. Στην Ελλάδα ο πρώτος οργανισμός τελωνειακής υπηρεσίας έγινε με ψήφισμα του… …

    Dictionary of Greek

  • 69χερσότοπος — ο, Ν χέρσος, ακαλλιέργητος τόπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χέρσος + τόπος (πρβλ. βοσκό τοπος). Η λ. μαρτυρείται από το 1809 στο Λεξικόν Γαλλικής Γλώσσης τού Γρ. Ζαλίκογλου] …

    Dictionary of Greek

  • 70χιονότοπος — ο, Ν τόπος που είναι συνεχώς καλυμμένος με χιόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + τόπος (πρβλ. βοσκό τοπος)] …

    Dictionary of Greek