(τόπος

  • 101αθροιστήριον — ἀθροιστήριον, το (Μ) [ἀθροίζω] τόπος συναθροίσεως «θεῑον ἀθροιστήριον» τόπος συναθροίσεως των θεών (Ευστάθιος) …

    Dictionary of Greek

  • 102αιγαίος — Προσωνυμία θεών και μυθολογικών προσώπων. Υπήρχαν Α. Ποσειδώνας, Α. Δίας, Α. ποταμός (στο νησί των Φαιάκων, πατέρας της νύμφης Μελίτης, αλλά και Αιγαία Μελίτη (νύμφη, ερωμένη του Ηρακλή, μητέρα του Ύλλου, βασιλιά της Ιλλυρίας). * * * α, ο (Α… …

    Dictionary of Greek

  • 103αλατωρυχείο — Ορυχείο ορυκτού αλατιού, αλλά και γενικότερα τόπος όπου γίνεται εξαγωγή διαφόρων ορυκτών αλάτων που έχουν μεγάλη σημασία για τη βιομηχανία. Τα κοιτάσματα του αλατιού είναι κάποτε υπόγεια γιατί το ορυκτό είναι ευδιάλυτο στο νερό. Στα ορυχεία… …

    Dictionary of Greek

  • 104αλωνοτόπι — το το αλώνι και (γενικά) κάθε τόπος που μπορεί να γίνει αλώνι νεοελλ. στον πληθ. τα αλωνοτόπια τοποθεσία όπου υπάρχουν πολλά αλώνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ἁλωνοτόπιον < ἁλώνι(ον) + τόπιον, υποκορ. τού ουσ. τόπος] …

    Dictionary of Greek

  • 105αμανιτότοπος — ο τόπος όπου φυτρώνουν πολλά μανιτάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμανίτης + τόπος] …

    Dictionary of Greek

  • 106αμμότοπος — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 260 μ., 842 κάτ.) του νομού Άρτης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ξηροβουνίου. * * * ο και αμμοτόπι, το αμμώδης τόπος (έκταση, αγρός). [ΕΤΥΜΟΛ. < άμμος + τόπος] …

    Dictionary of Greek

  • 107αμυγδαλότοπος — και μυγδαλότοπος, ο τόπος κατάλληλος για την καλλιέργεια τής αμυγδαλιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμυγδαλιά + τόπος] …

    Dictionary of Greek

  • 108ανεμοζάλη — η (Μ ἀνεμοζάλη) 1. κακοκαιρία, θύελλα, καταιγίδα 2. σύγχυση, αναστάτωση, αναταραχή μσν. τόπος καταραμένος, τόπος καταστροφής …

    Dictionary of Greek

  • 109ανοδία — ἀνοδία, η (Α) δύσβατος τόπος, τόπος χωρίς περάσματα …

    Dictionary of Greek

  • 110απάνεμος — η, ο [υπήνεμος] υπήνεμος, τόπος που δεν προσβάλλεται από τον άνεμο το ουδ. ως ουσ. το απάνεμο ο απάνεμος τόπος …

    Dictionary of Greek