(τὸ οὖρος
1ουρός — οὐρός, ὁ (Α) ταφροειδές όρυγμα το οποίο χρησιμοποιούσαν για την ανέλκυση τών πλοίων στην ξηρά και για την καθέλκυσή τους στη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, ο τ. συνδέεται με το ρ. ἐρύσσω (πρβλ. αρχ. σλαβ. rovŭ «τάφρος»), ενώ… …
2οὐρός — the watery masc nom sg …
3ούρος — (I) οὖρος, ὁ (Α) φύλακας, φρουρός, επόπτης («Νέστωρ οἷος ἔμιμνε Γερήνιος, οὖρος Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ορώ]. (II) οὖρος, ὁ (Α) ούριος άνεμος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. οὖρος ανάγεται πιθ. σε *ὄρFος και συνδέεται με το ρ. ὄρνυμαι / ὀρούω. Στην… …
4οὖρος — ὅρος boundary masc nom sg (ionic) ὄρος implement for pressing grapes neut nom/voc/acc sg (epic ionic) οὖρος 1 fair wind masc nom sg οὖρος 2 watcher masc nom sg οὖρος 3 masc nom sg (ionic) οὖρος 4 urus masc nom sg …
5οὐροί — οὐρός the watery masc nom/voc pl …
6οὐρούς — οὐρός the watery masc acc pl …
7οὐρῷ — οὐρός the watery masc dat sg …
8οὐρόν — οὐρός the watery masc acc sg …
9ορώ — άω (ΑΜ ὁρῶ, άω, Α επικ. τ. ὁρόω, ιων. τ. ὁρέω, αιολ. τ. ὄρημι) 1. βλέπω, θωρώ, κοιτάζω («ἔστι δίκης ὀφθαλμός, ὅς τὰ πάνθ ὁρᾱ», Μέν.) 2. (το παθ.) ορώμαι είμαι ορατός, είμαι θεατός, φαίνομαι, διακρίνομαι αρχ. 1. έχω την όρασή μου, έχω τα μάτια μου …
10οὔρω — οὔ̱ρω , ὅρος boundary masc nom/voc/acc dual (ionic) οὔ̱ρω , ὅρος boundary masc gen sg (doric ionic aeolic) οὔ̱ρω , οὖρον 1 urine neut nom/voc/acc dual οὔ̱ρω , οὖρον 1 urine neut gen sg (doric aeolic) οὔ̱ρω , οὖρον 2 limit neut nom/voc/acc dual… …