(τὸ οὖρος
61σύνορος — ον, ΜΑ, και αττ. τ. ξύνουρος Α όμορος, γειτονικός («χώραν σύνορον τῆς Αττικής», Πλούτ.) αρχ. μτφ. όμοιος, συγγενικός («προτάσεις σύνοροι», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ορος / ουρος (< ὅρος / οὖρος), πρβλ. ὅμ ορος] …
62τεμενουρός — και τεμενωρός, ὁ, Α φύλακας τεμένους. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέμενος + ουρός / ωρός (βλ. λ. ὁρῶ), πρβλ. κηπ ουρός, θυρωρός] …
63τηλουρός — και τηλορός, όν, Α αυτός που έχει όρια τα οποία βρίσκονται μακριά, ο πολύ μακρινός («χθονὸς μὲν ἐς τηλουρὸν ἥκομεν πέδον», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλ(ε) * + ουρός / ορός (< ὅρος [Ι] «όριο, τέρμα»), πρβλ. σύν ουρος / ορος (για τις μορφές τού β …
64τράχουρος — ο, ΝΜΑ, και τραχύουρος Ν, και τραχοῡρος, Α γένος περκόμορφων ψαριών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τραχύς + ουρος (< οὐρά), πρβλ. κόλ ουρος. Τη λ. δανείστηκαν και οι νεώτερες γλώσσες, πρβλ. αγγλ. trachurus] …
65τριχίουρος — ο, Ν ζωολ. γένος περκόμορφων ψαριών που απαντούν στις ελληνικές και, γενικότερα, στις θερμές και εύκρατες θάλασσες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. trichiurus < θρίξ, τριχός + ουρος (< οὐρά), πρβλ. μελάν ουρος. Η λ. μαρτυρείται από το… …
66φαιουρός — όν, Α (ποιητ. τ.) αυτός που έχει φαιόχρωμη ουρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαιός + ουρός (< οὐρά), πρβλ. κόλ ουρος] …
67φοινίκουρος — (phoenicurus). Στρουθοειδές της οικογένειας των τουρδιδών, γνωστό και με το όνομα κοκκινόκωλος. Έχει συνολικό μήκος περίπου 15 εκ. Ζει στην Ευρώπη και στην κεντροδυτική Ασία και διαχειμάζει στην Αφρική και στην Εγγύς Ανατολή. Το φτέρωμα των… …
68χελιδόνουρος — ο, Ν ζωολ. παλαιότερη ονομασία γένους μαλακίων τού Ινδικού Ωκεανού. [ΕΤΥΜΟΛ. < χελιδόνι + ουρος (< ουρά), πρβλ. μελάν ουρος] …
69όμορος — η, ο (Α ὅμορος και επικ. ιων. τ. ὅμουρος, ον) (για χώρες ή για εδαφικές εκτάσεις) αυτός που έχει κοινά σύνορα με κάποιον άλλο, αυτός που συνορεύει με κάποιον, γειτονικός (α. «η Ελλάδα και η Αλβανία είναι όμορες χώρες» β. «καὶ χώραν ὅμορον καὶ… …
70u̯er-8 (*su̯er-) — u̯er 8 (*su̯er ) English meaning: to observe, pay attention Deutsche Übersetzung: “gewahren, achtgeben” Material: Gk. only Fορ , with spiritus asper ὁρ : Hom. ἐπὶ ὄρονται ‘sie beaufsichtigen”, ὅρει ψυλάσσει Hes., u̯orós in… …