(τὸ οὖρος

  • 51πρόσορος — και ιων. τ. πρόσουρος, ον, Α αυτός που συνορεύει με κάποιον, όμορος, γειτονικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ορος / ουρος (< ὅρος / οὖρος «όριο, σύνορο»), πρβλ. όμ ορος] …

    Dictionary of Greek

  • 52πυρσουρός — ὁ, Α φρυκτωρός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρσός (Ι) + ουρός, πρβλ. κηπ ουρός (βλ. λ. ὁρῶ)] …

    Dictionary of Greek

  • 53ραφανουρός — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ῥαφανουροί κηπουροί». [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάφανος + ουρός (< ὀρῶ*), πρβλ. κηπ ουρός] …

    Dictionary of Greek

  • 54σείουρος — ὁ, Α αυτός που σείει, που κουνά την ουρά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < σείω + ουρος (< οὐρά), πρβλ. μεί ουρος] …

    Dictionary of Greek

  • 55σηνούροι — οἱ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ταῑς οὐραῑς σαίνοντες». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για ιων. τ. τού σαίνουροι < σαίνω «κουνώ την ουρά μου» + ουρος (< οὐρά), πρβλ. σεί ουρος. Για το η τού τ. πρβλ. σπάνιο τ. ἔσηνα, αόρ. τού σαίνω] …

    Dictionary of Greek

  • 56σκίουρος — (sciurus). Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται διάφορα είδη τρωκτικών, της οικογένειας των Σκιουριδών, της υπόταξης των Aπλοδόντων. Οι καθαυτό σ. ανήκουν στην υποοικογένεια των Σκιουρινών που περιλαμβάνει πάνω από 30 γένη, κατανεμημένα κατά… …

    Dictionary of Greek

  • 57σκορπίουρος — ο, ΝΑ νεοελλ. βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια φαβίδες ή ψυχανθή τής τάξης φαβώδη, με έξι είδη, από τα οποία στην Ελλάδα απαντούν τέσσερα, κν. γνωστά ως μαριγώχορτα αρχ. 1. το φυτό σκορπιοειδές* 2. το γνωστό με… …

    Dictionary of Greek

  • 58σπαθίουρος — ὁ, Α 1. αυτός που έχει ουρά όμοια με σπαθί 2. ονομασία ζώου που σκοτώνει ποντικούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπαθίον + ουρος (< οὐρά), πρβλ. τράχ ουρος] …

    Dictionary of Greek

  • 59σπανόουρος — ον, Μ αυτός που έχει μικρή ουρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπάνιος + ουρος (< ουρά), πρβλ. μελάν ουρος] …

    Dictionary of Greek

  • 60σπατίλουρος — ον, Α αυτός που έχει βρόμικη ουρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπατίλη «υδαρές αποπάτημα» + ουρος (< οὐρα), πρβλ. μελάν ουρος] …

    Dictionary of Greek