(τὸ οὖρος

  • 21οὔρῳ — οὔ̱ρῳ , ὅρος boundary masc dat sg (ionic) οὔ̱ρῳ , οὖρον 1 urine neut dat sg οὔ̱ρῳ , οὖρον 2 limit neut dat sg (epic ionic) οὖρος 1 fair wind masc dat sg οὖρος 2 watcher masc dat sg οὖρος 3 masc dat sg (ionic) οὖρος 4 urus masc dat sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 22οὖροι — ὅρος boundary masc nom/voc pl (ionic) οὖρος 1 fair wind masc nom/voc pl οὖρος 2 watcher masc nom/voc pl οὖρος 3 masc nom/voc pl (ionic) οὖρος 4 urus masc nom/voc pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 23οὖρον — ὅρος boundary masc acc sg (ionic) οὖρον 1 urine neut nom/voc/acc sg οὖρον 2 limit neut nom/voc/acc sg (epic ionic) οὖρος 1 fair wind masc acc sg οὖρος 2 watcher masc acc sg οὖρος 3 masc acc sg (ionic) οὖρος 4 urus masc acc sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 24ίκμενος — ἴκμενος, ον (Α) φρ. «ἴκμενος οὖρος» ευνοϊκός άνεμος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. απαντά στην φρ. ἴκμενος οὖρος στην Ιλιάδα και στην Οδύσσεια. Πρόκειται για αθέματη μτχ. (πρβλ. άρμενος, άσμενος), τής οποίας η σημ. είναι αμφίβολη, γιατί το ουσ. οὖρος έχει πιθ.… …

    Dictionary of Greek

  • 25θυσάνουρος — ο (Α θυσάνουρος, ον) νεοελλ. εντομολ. τα θυσάνουρα τάξη άπτερων εντόμων αρχ. αυτός που έχει ουρά θυσανωτή, κροσσωτή («θυσάνουρος δασύκερκος, ἄρσην», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θύσανος + ουρος (< ουρά) πρβλ. κόλ ουρος, πάγ ουρος. Με τη νεοελλ.… …

    Dictionary of Greek

  • 26κίλλουρος — κίλλουρος, ὁ (Α) ο κίγκλος*, η σουσουράδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κίλλ ουρος το β συνθετικό ουρος < ουρά (πρβλ. κόλ ουρος). Ως προς το α συνθετικό, η λ. συνδέεται πιθ. με λέξεις βαλτικών γλωσσών με την ίδια σημ. (πρβλ. λιθουαν. kiele, λεττ. ciēlava),… …

    Dictionary of Greek

  • 27κηπουρός — ο (ΑΜ κηπουρός, Α μτγν. τ. κηπωρός) αυτός που περιποιείται και καλλιεργεί κήπο, περιβολάρης («γεωργόν τε έμέ, και κηπουρόν», Φιλόστρ.) αρχ. 1. αυτός που φυλάει κήπο («κηπουρὸς ὄφις», Ευφορ.) 2. τίτλος κωμωδίας τού Αντιφάνους. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ.… …

    Dictionary of Greek

  • 28κολοβούρος — κολοβοῡρος, ον (Α) αυτός που έχει κομμένη ουρά, κουτσονούρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολοβός + ουρος (< ουρά), πρβλ. λεύκ ουρος, πλατύ ουρος] …

    Dictionary of Greek

  • 29κόλουρος — η, ο (Α κόλουρος, ον, θηλ. και κόλουρις) 1. αυτός που έχει κομμένη ουρά («ὥσπερ ὑπό γήρως ἀπτῆνα καὶ κόλουρον», Πλούτ.) 2. χαρακτηρισμός απλών στερεών γεωμετρικών σωμάτων που προκύπτουν από άλλα αν με μια κατάλληλη τομή αφαιρεθεί ένα τμήμα τους… …

    Dictionary of Greek

  • 30κόντουρος — κόντουρος, ον (Μ) αυτός που έχει κοντή ουρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + ουρος (< ουρά), πρβλ. κόλ ουρος, πάγ ουρος] …

    Dictionary of Greek