(τὸ οὖρος

  • 121πάγουρος — Δεκάποδο καρκινοειδές, της οικογένειας των παγουριδών. Το σώμα περιλαμβάνει τον κεφαλοθώρακα, πολύ σκληρό, επειδή καλύπτεται από τον ισχυρά χιτινώδη εξωσκελετό, και τη μαλακή κοιλιά, που ο π. την προστατεύει από τους επιτιθέμενους τοποθετώντας… …

    Dictionary of Greek

  • 122πανούριος — ον, Α (για άνεμο) εντελώς ούριος, πολύ ευνοϊκός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + οὔριος (< οὖρος «ευνοϊκός άνεμος»)] …

    Dictionary of Greek

  • 123παραδόξουρος — ο ζωολ. γένος σαρκοφάγων θηλαστικών τής οικογένειας vivorridae, τών τροπικών δασών τής νοτιοανατολικής Ασίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. paradoxurus (< παράδοξος + ουρος < ουρά)] …

    Dictionary of Greek

  • 124πατσουρός — ο πατσουρομύτης, πατσός, πατσομύτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατσός + ουρός)] …

    Dictionary of Greek

  • 125πλατύουρος — η, ο / πλατύουρος, ον, ΝΑ αυτός που έχει πλατιά ουρά, πλατύκερκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλατύ * + ουρος (< οὐρά)] …

    Dictionary of Greek

  • 126πλευστικός — ή, όν, Α 1. κατάλληλος για πλεύση, ούριος («πλευστικὸς οὖρος», θεόκρ.) 2. αυτός που επιδίδεται στην πλεύση, που ταξιδεύει συχνά. επίρρ... πλευστικῶς με ευνοϊκό άνεμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πλευσ τού πλέω* (πρβλ. αορ. έ πλευσ α, πλεύσ ις)] …

    Dictionary of Greek

  • 127προόρισμα — ίσματος, τὸ, Α το αυλάκι στο οποίο συρόταν το πλοίο κατά την ανέλκυσή του. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. οὐρός «ταφροειδές όρυγμα όπου έσερναν τα πλοία»] …

    Dictionary of Greek

  • 128πυλωρός — (Ανατ.). Το τελικό τμήμα του στομάχου, που συνεχίζεται με τον δωδεκαδάκτυλο. Αντίστοιχα προς τον π. η μυϊκή στιβάδα του τοιχώματος του στομάχου είναι πιο πυκνή και σχηματίζει έναν μυϊκό δακτύλιο, τον πυλωρικό σφιγκτήρα, που, λειτουργώντας σαν… …

    Dictionary of Greek