(τὸ οὖρος
111ουρεσιβώτης — οὐρεσιβώτης, ὁ (Α) (ποιητ. τ.) αυτός που βόσκει στα όρη («θηρῶν, οὓς ὅδ ἔχει χῶρος οὐρεσιβώτας», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. οὔρεσι τού οὖρος εος (V), ιων. τ. τού όρος (ΙΙ) + βώτης (< βόσκω), πρβλ. ιππο βώτης] …
112ουρεσιφοίτης — οὐρεσιφοίτης, ὁ, θηλ. οὐρεσιφοῑτις, ίτιδος (Α) αυτός που συχνάζει, που περιφέρεται στα όρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. οὔρεσι τού οὖρος, εος (V), ιων. τ. τού όρος (ΙΙ) + φοίτης (< φοιτῶ)] …
113ουρεόφοιτος — οὐρεόφοιτος, ον (Α) (ποιητ. τ.) αυτός που περιφέρεται στα όρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖρος, εος (V), ιων. τ. τού όρος (ΙΙ) + φοιτος (< φοιτῶ)] …
114ουρεύς — (I) οὐρεύς, ῆος, ὁ (Α) ιων. τ. σκοπός, φύλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖρος (Ι) «φύλακας» + επίθημα εύς]. (II) οὐρεύς, ὁ (Α) ιων. τ. βλ. ορεύς …
115ουρεύω — οὐρεύω (Α) [ούρος (Ι)] εκτελώ τα καθήκοντα φρουρού …
116ουριώ — οὐριῶ, όω (Α) [ούρος (II)] αφήνω στον άνεμο, αφήνω κάτι να ανεμίζει …
117ουρώ — (I) (Α οὐρῶ, έω) 1. αποβάλλω τα ούρα, κατουρώ 2. αποβάλλω κάτι μαζί με τα ούρα («ούρησε αίμα») αρχ. 1. παθ. οὐροῡμαι, έομαι προκαλώ την έκκριση ούρων, είμαι διουρητικός 2. (η μτχ. τού ουδ. τού μέσ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ οὐρούμενον το ούρημα. [ΕΤΥΜΟΛ …
118οφίουρος — η, ο (Α ὀφίουρος, ον) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο οφίουρος ζωολ. μία από τις δύο τάξεις τών οφιουροειδών αρχ. (για ένα αιθιοπικό πτηνό) αυτός που έχει ουρά φιδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄφις, ιος + ουρος (< οὐρά)] …
119ούριον — οὔριον, τὸ (Α) [ούρος (Ι)] (κατά τον Ησύχ.) «φυλακή, σημεῑον» …
120ούριος — (I) και ούργιος, α, ο (ΑΜ οὔριος, ία, ον, Α θηλ. και ος) [ούρος (II)] 1. (ιδίως για άνεμο) αυτός που πνέει κατά τον διαμήκη άξονα τού πλοίου με κατεύθυνση από την πρύμνη προς την πλώρη, ευνοϊκός 2. αυτός που έχει καλό, ευνοϊκό άνεμο («γένοιτο δὲ… …