(τὸ οὖρος
101κοίνουρος — ο ζωολ. ογκώδης κυστίκερκη προνύμφη η οποία παρασιτεί στα νευρικά κέντρα τού προβάτου και προκαλεί ανωμαλίες στην ισορροπία τού ζώου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. coenurus < coen (πρβλ. κοινός) + urus (πρβλ. ουρος < οὐρά)] …
102λέων — I Όνομα λογίων της βυζαντινής περιόδου. 1. Λόγιος και κληρικός (9ος αι.). Σοφός δάσκαλος με ευρεία εγκυκλοπαιδική μόρφωση και σκέψη, άκμασε την εποχή κατά την οποία στο Βυζάντιο σημειώθηκε μια αξιόλογη πνευματική άνθηση επί Θεοφίλου και Μιχαήλ Γ’ …
103λεόνουρος — ο βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας χειλανθή, ορισμένα είδη τών οποίων είναι φαρμακευτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. leonurus < leon (< λατ. leo, onis < λέων) + urus (< ουρος < οὐρά)] …
104μάλουρος — η, ο (Α μάλουρος, ον, θηλ. και μάλουρις και μαλουρίς) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο μάλουρος ζωολ. γένος μικρών στρουθιόμορφων πτηνών τής οικογένειας maluridae ή sylviidae, τα οποία απαντούν στην Αυστραλία αρχ. αυτός που έχει λευκή ουρά. [ΕΤΥΜΟΛ.… …
105μελάνουρος — ο (Α μελάνουρος, ανώμ. θηλ. μελανουρίς, ίδος) το μελανούρι αρχ. 1. είδος ιοβόλου φιδιού 2. φρ. πυθαγόρειο απόφθεγμα) «μὴ γεύεσθαι μελανούρων» να μη συναναστρέφεσθε με μαύρους, δηλαδή με τους κακοήθεις ανθρώπους (Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος …
106μυόσουρος — ο βοτ. γένος φυτών χωρίς βλαστό, με πράσινο υποκίτρινο χρώμα, που φυτρώνει σε υγρούς τόπους και ανήκει στην οικογένεια ρανουνκουλίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. myosurus (< μυς, μυός «ποντικός» + ουρος < ουρά] …
107ορεύω — ὀρεύω (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὀρεύειν φυλάσσειν». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για άλλη γρφ. τού ρ. οὐρεύω (< οὖρος [Ι] «φύλακας προστάτης»)] …
108ορκούρος — ὁρκοῡρος, ὁ (Α) αυτός που φρουρεί ένα έρκος, έναν προμαχώνα ή περίβολο, ερκούρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Διαφορετική γρφ. τού ἑρκοῦρος* (< ἕρκος «φραγμός» + οὗρος «φύλαξ»), πρβλ. ὁρκάνη: ἑρκάνη] …
109ουρίζω — (I) οὐρίζω (Α) ιων. τ. βλ. ορίζω. (II) (Α οὐρίζω) [ούρος (II)] πιθ. ταξιδεύω με ούριο άνεμο αρχ. 1. (σχετικά με λόγια και ευχές) μεταφέρω με ούριο άνεμο («τύχοιμ ἂν ἕκαθεν οὐρίσας ἔνθα σ ἔχουσιν εὐναί», Αισχύλ.) 2. οδηγώ κάτι με αίσιο τρόπο… …
110ουρεοφοιτάς — οὐρεοφοιτάς, άδος, ἡ (Α) αυτή που περιφέρεται στα όρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖρος, εος(ν), ιων. τ. τού όρος (ΙΙ) + φοιτῶ] …