(τὸ νέφος

  • 71άγνεφος — (I) η, ο βλ. άγνευτος. (II) η, ο [νέφος] αυτός που δεν έχει σύννεφα, ασυννέφιαστος, ανέφελος …

    Dictionary of Greek

  • 72άτομο — Στοιχείο της φύσης που η επισήμανσή του σχετίζεται με την ιδέα του αδιαίρετου της ύλης. Ά. είναι το μικρότερο μέρος ενός στοιχείου, το οποίο διατηρεί τις ιδιότητές του και μένει αμετάβλητο στις συνήθεις χημικές αντιδράσεις. Ετυμολογικά ο όρος ά.… …

    Dictionary of Greek

  • 73έταλον — ἔταλον, τὸ (Α) ετήσιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράγ. τού έτος*. Παράλληλος τύπος έτελον, εν αντιθέσει προς το τέλειον «ενήλικο ζώο». Για τη μεταβολή τού θ. έτος, έταλον / έτελον, πρβλ. νέφος, νεφέλη, άγκος, αγκάλη. Με μεταβολή λ:ν το θ. εμφανίζεται στο αρχ.… …

    Dictionary of Greek

  • 74αγχινεφής — ἀγχινεφής, ές (AM) αυτός που βρίσκεται κοντά στα σύννεφα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγχι + νέφος] …

    Dictionary of Greek

  • 75αεινεφής — ές ο πάντα νεφελώδης, συννεφιασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αεί + νέφος] …

    Dictionary of Greek

  • 76αεροψεκαστήρας — Εργαλείο που χρησιμοποιείται για τον ψεκασμό. Η λειτουργία του α. στηρίζεται στη μηχανική των ρευστών. Τo υγρό με το οποίο πραγματοποιείται ο ψεκασμός βγαίνει από τον α. με τη μορφή νέφους από λεπτότατα σταγονίδια. Το νέφος αυτό το κατευθύνουμε… …

    Dictionary of Greek

  • 77αλαός — (alaus). Κολεόπτερα έντομα της οικογένειας των ελατηριδών. Έχουν σχετικά μεγάλο σώμα με τριχωτά λέπια και κίτρινο χρωματισμό. Ζουν στις τροπικές χώρες και μόνο ο α. ο κοινός ζει στην Ευρώπη. Το έντομο αυτό, που είναι πολύ κοινό στη Σρι Λάνκα,… …

    Dictionary of Greek

  • 78αργινεφής — ἀργινεφής ( οῡς), ές (Α) λευκός σαν σύννεφο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αργι * + νεφής < νέφος (πρβλ. ευρυνεφής, κελαινεφής κ.ά.)] …

    Dictionary of Greek

  • 79αχλύς — Η θόλωση της ατμόσφαιρας. Η α. (ξερή ομίχλη) παρατηρείται κυρίως το καλοκαίρι και οφείλεται στην ανώμαλη διάθλαση του φωτός και στη διαφορά θερμοκρασίας στρωμάτων αέρος. Το φαινόμενο είναι εντονότερο, όταν o αέρας περιέχει μεγάλες ποσότητες… …

    Dictionary of Greek

  • 80βενζίνη — Καύσιμο μείγμα υδρογονανθράκων προερχόμενο από το πετρέλαιο ή παραγόμενο συνθετικά. Η σύνθεση της β. ποικίλλει ανάλογα με τον τρόπο παρασκευής της, έτσι ώστε να έχουμε διαφορετικές β. Γενικά, με τον όρο αυτό εννοούνται υγρά μείγματα… …

    Dictionary of Greek