(τὸ νέφος

  • 21αιθαλομίχλη — Μείγμα καπνού και ομίχλης που παρουσιάζεται στην κατώτερη ατμόσφαιρα, πάνω από μεγάλα αστικά κέντρα και βιομηχανικές περιοχές όπου υπάρχει υψηλή συγκέντρωση ρυπογόνων παραγόντων. Είναι επίσης γνωστή ως νέφος και θεωρείται από τους βασικότερους… …

    Dictionary of Greek

  • 22ιώ — I Μυθολογικό πρόσωπο.Κόρη του Ινάχου, βασιλιά του Άργους, και της Μελίας (άλλες παραλλαγές του μύθου τής δίνουν διαφορετική καταγωγή). Την ερωτεύτηκε ο Δίας, ο οποίος τη μεταμόρφωσε σε αγελάδα, για να παραπλανήσει την Ήρα. Η τελευταία όμως… …

    Dictionary of Greek

  • 23ηφαίστειο — Στην πιο απλή του έκφραση, το η. είναι μια σχισμή του φλοιού της Γης που επικοινωνεί με μια βαθιά μαγματική ζώνη. Υπό ορισμένες συνθήκες η σχισμή αυτή επιτρέπει την έξοδο ρευστού ή στερεού υλικού υψηλής θερμοκρασίας. Συνήθως ένα μέρος του υλικού… …

    Dictionary of Greek

  • 24καταιγίδα — Τοπική ανώμαλη και ισχυρή ατμοσφαιρική διατάραξη, που χαρακτηρίζεται από ραγδαίες βροχές (πολλές φορές και από χαλάζι), ισχυρούς ανέμους, ισχυρές ηλεκτρικές εκκενώσεις (αστραπές με βροντές) και βαριά νέφωση. Η κ. δημιουργείται εξαιτίας της… …

    Dictionary of Greek

  • 25νεφέλη — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Σύζυγος του Αθάμαντα, που ήταν βασιλιάς των Μινυών στον Ορχομενό της Βοιωτίας. Από τον γάμο αυτό είχε αποκτήσει τον Φρίξο και την Έλλη. 2. Σύζυγος του Ιξίωνα, ο οποίος είχε ερωτευτεί την Ήρα, και που εξαιτίας του ο… …

    Dictionary of Greek

  • 26νύφη — και νύμφη, η (ΑΜ νύμφη, Α δωρ. τ. νύμφα Μ και νύφη) 1. γυναίκα που τελεί ή τέλεσε πρόσφατα τους γάμους της, νιόπαντρη 2. η σύζυγος τού γιου σε σχέση με τους γονείς του («διχάσαι νύμφην κατά τής πενθερᾱς αὐτής», ΚΔ) 3. η σύζυγος ενός από τους… …

    Dictionary of Greek

  • 27облакъ — ОБЛАК|Ъ (222), А с. 1.Облако, туча: Красьна ѥсть милостини въ врѣмѧ ск‹ъ›рби. ˫ако||же и облаци дъждевьнии въ времѧ ведра. (νεφέλαι) Изб 1076, 165 об.–166; и се видѣ цр҃квь ѹ ѡблака сѹщɤ. и въ ѹжасти бывъ ЖФП XII, 47в; х҃съ б҃ъ... одѣва˫аи н҃бо… …

    Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • 28βροχή — Η συνηθέστερη από τις ατμοσφαιρικές κατακρημνίσεις (β., χιόνι, χαλάζι κλπ.)· αποτελείται από υδροσταγόνες που πέφτουν στο έδαφος από τα νέφη, τα οποία προέρχονται από τη συμπύκνωση των ατμοσφαιρικών υδρατμών. Διακρίνεται από την ομίχλη από τη… …

    Dictionary of Greek

  • 29δυσούριστος — δυσούριστος, ον (Α) φρ. «νέφος δυσούριστον» νέφος που τό φέρε άνετα ολέθριος άνεμος (Σοφ.) …

    Dictionary of Greek

  • 30επιπέλομαι — ἐπιπέλομαι (Α) [πελομαι] 1. επέρχομαι, προσβάλλω, επιτίθεμαι («τά τ’ ἐπ’ ἀνθρώποισι πέλονται», Ομ. Οδ.) 2. ενσκήπτω («οὐδέ τις ἄλλη νοῡσος ἐπὶ στυγερὴ πέλεται... βροτοῑσι», Ομ. Οδ.) 3. ποιητ. τ. τής μτχ. αορ. β’, ἐπιπλόμενος α) ο επερχόμενος,… …

    Dictionary of Greek