(τὸ νέφος

  • 121νεφόθεν — (Μ) επίρρ. από τα σύννεφα («χαλαζῶν πετρώματα νεφόθεν δισκευθέντα», Κ. Μανασσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νέφος + επιρρμ. κατάλ. θεν (πρβλ. νεφελό θεν)] …

    Dictionary of Greek

  • 122νεφόκαμα — το καιρός που είναι ταυτόχρονα νεφελώδης και ζεστός, κουφόβραση. [ΕΤΥΜΟΛ. < νέφος + κάμα (πρβλ. συννεφό καμα)] …

    Dictionary of Greek

  • 123ομβροφόρος — α, ο (ΑΜ ὀμβροφόρος, ον) (συν. για νέφος και άνεμο) αυτός που φέρνει, που προκαλεί βροχή («βροντῇ στεροπῇ τ ὀμβροφόροισιν τ ἀνέμοις», Αισχύλ.) αρχ. φρ. «ὀμβροφόροι παρθένοι» οι νεφέλες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄμβρος «ραγδαία βροχή» + φόρος*] …

    Dictionary of Greek

  • 124ομφή — (I) ὀμφή, ἡ (Α) 1. φωνή θεού 2. χρησμός που δίδεται από το εσωτερικό ιερού τόπου, μαντείου («βίον κατ ὀμφὰς τὰς Ἀπόλλωνος δότε πέρασιν», Σοφ.) 3. γλυκιά και μελωδική, αρμονική φωνή 4. φωνή, ήχος («μύθων τ αὐδαθέντων δέξαιτ ὀμφάν», Ευρ.) 4. (κατά… …

    Dictionary of Greek

  • 125οπτικός — ή, ό (ΑΜ ὀπτικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην όραση (α. «οπτικό πεδίο» β. «ὀπτικαὶ ἀποδείξεις», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον οφθαλμό ως όργανο τής όρασης 2. το θηλ. ως ουσ. η οπτική α) φυσ. κλάδος τής… …

    Dictionary of Greek

  • 126ορσινεφής — ὀρσινεφής, ές (ΑΜ) αυτός που διεγείρει, που συγκεντρώνει τα σύννεφα, ο νεφεληγερέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρσι (βλ. λ. όρνυμι) + νεφής (< νέφος), πρβλ. υψι νεφής] …

    Dictionary of Greek

  • 127οφρύς — η (Α ὀφρῡς και ὀφρύς) 1. το έπαρμα που βρίσκεται πάνω από την οφθαλμική κόγχη μαζί με το τοξοειδές τριχωτό δέρμα που τό καλύπτει, το φρύδι 2. φρ. «οφρύς λόφου [ή όρους]» το χείλος γκρεμού, και, γενικά, το κράσπεδο οποιουδήποτε υψώματος νεοελλ. 1 …

    Dictionary of Greek

  • 128πέμφιγα — η / πέμφιξ, ιγος, ΝΑ νεοελλ. ιατρ. δερματοπάθεια που χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση πομφολύγων στο δέρμα και στους βλεννογόνους αρχ. 1. πνοή, φύσημα 2. ηλιακή ακτίνα ή λάμψη φωτός 3. σταγόνα, ρανίδα 4. νέφος, σύννεφο και, ιδίως, σύννεφο το οποίο …

    Dictionary of Greek