(τὸ νέφος

  • 111νεφοειδής — νεφοειδής, ές (Α) νεφελοειδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < νέφος + ειδής*] …

    Dictionary of Greek

  • 112νεφολογία — η (μετεωρ.) κλάδος τής μετεωρολογίας ο οποίος έχει ως αντικείμενο τη μελέτη τών νεφών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nephology (< νέφος + λογία*)] …

    Dictionary of Greek

  • 113νεφομήκης — νεφομήκης, ες (Α) αυτός που φτάνει ώς τα σύννεφα, τού οποίου το ύψος φτάνει στα σύννεφα («νεφομήκεις πύργοι», Καισάρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νέφος + μήκης (< μῆκος), πρβλ. ουρανο μήκης] …

    Dictionary of Greek

  • 114νεφομαντεία — η (Α νεφομαντεία) μαντεία η οποία ασκείται με παρατήρηση τού σχήματος και τής κίνησης τών νεφών, αλλ. νεφελομαντεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < νέφος + μαντεία] …

    Dictionary of Greek

  • 115νεφομετρία — η (μετεωρ.) η μέτρηση ή η εκτίμηση τής νέφωσης, που γίνεται με προσωπική εκτίμηση και με βάση ορισμένη κλίμακα βαθμονομημένη από το 0 έως το 8. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. nephometrie (< νέφος + μετρία < μέτρο)] …

    Dictionary of Greek

  • 116νεφοποίητος — νεφοποίητος, ον (Α) κατασκευασμένος από σύννεφα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νέφος + ποιῶ] …

    Dictionary of Greek

  • 117νεφοσκεπής — ές (για τον ουρανό ή για τον ορίζοντα) καλυμμένος με σύννεφα, νεφελοσκεπής, συννεφιασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νέφος + σκεπής (< σκέπω), πρβλ. ουρανο σκεπής. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στον Στ. Ξένο] …

    Dictionary of Greek

  • 118νεφοσκόπιο — το (μετεωρ.) μετεωρολογικό όργανο το οποίο χρησιμεύει για τον προσδιορισμό τής υψομετρικής βάσης τών νεφώσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nephoscope (< νέφος + σκόπιο < σκόπος*). Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Πρωία] …

    Dictionary of Greek

  • 119νεφούμαι — νεφοῡμαι, όομαι (Α) [νέφος] 1. (για τον ουρανό ή για τον ορίζοντα) καλύπτομαι από σύννεφα, συννεφιάζω 2. μτφ. είμαι ή καθίσταμαι ασαφής, σκοτεινός …

    Dictionary of Greek

  • 120νεφόβλητος — νεφόβλητος, ον (Α) αυτός που ρίχνεται, που προέρχεται από τα σύννεφα («νεφόβλητος χάλαζα», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νέφος + βλητος (< βάλλω), πρβλ. χιονό βλητος] …

    Dictionary of Greek