(τὸ νέφος

  • 101μυδώ — μυδῶ, άω (Α) 1. είμαι μούσκεμα, στάζω από την υγρασία («ούδ ἀνίεσαν φόνου μυδώσας σταγόνας», Σοφ.) 2. (για πτώματα) είμαι υγρός λόγω αποσυνθέσεως, λειώνω σαπίζοντας («μυδῶν τε σῶμα γυμνώσαντες εὖ», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει τη μηδενισμένη… …

    Dictionary of Greek

  • 102μυλάσασθαι — (Α) (κατά τον Ησύχ.) (στους Κυπρίους) «τὸ σῶμα ἢ τὴν κεφαλήν σμήξασθαι». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. απαρεμφάτου μυλάσασθαι αντιστοιχεί πιθ. σε ρ. παράγωγο ενός αμάρτυρου ουσιαστικού *μῦλον. Το ελλ. μῦλ ο θα μπορούσε να αναχθεί σε ρίζα *mū dlo , που όμως δεν… …

    Dictionary of Greek

  • 103νάφθα — Όρος που χρησιμοποιείται γενικά για τα καύσιμα ορυκτά έλαια. Χαρακτηρίζεται συνήθως ως ν. το καύσιμο έλαιο, που εναποθηκεύεται σε μεγάλες και μικρές δεξαμενές ή μεταφέρεται σε βυτία ή τροφοδοτεί τους καυστήρες των λεβήτων και των καμίνων καθώς… …

    Dictionary of Greek

  • 104νέφαλο — και νέφαλον και γνέφαλο, το (Μ νέφαλο και νέφαλον και νέφελο και νέφελον και ἀνέφαλον) νέφος, σύννεφο, νεφέλη («και νέφαλο στον ουρανό θολό δεν απομένει», Ερωτόκρ.) νεοελλ. 1. σύννεφο σκόνης 2. τεχνητό σύννεφο 3. (σε σκηνοθετικές διευκρινίσεις… …

    Dictionary of Greek

  • 105νέφι — το (Μ νέφι και γνέφι) σύννεφο μσν. μτφ. σκόνη, νεφελώδης κονιορτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < νέφος, κατά τα ουδ. σε ι (για την ανάπτυξη τού γ προ τού ν πρβλ. σύννεφο: σύγνεφο)] …

    Dictionary of Greek

  • 106νετρόνιο — Ουδέτερο ηλεκτρικά σωματίδιο, με μάζα περίπου 2.000 φορές μεγαλύτερη από τη μάζα του ηλεκτρονίου και 1,0014 φορές από τη μάζα του πρωτονίου τα ν. μαζί με τα πρωτόνια αποτελούν τα βασικά συστατικά του πυρήνα στον οποίο συγκεντρώνεται ποσοστό… …

    Dictionary of Greek

  • 107νεφίδιον — νεφίδιον, τὸ (Μ) [νέφος] μικρό σύννεφο, συννεφάκι …

    Dictionary of Greek

  • 108νεφηδόν — (Α) επίρρ. όπως τα σύννεφα, σαν σύννεφο. [ΕΤΥΜΟΛ. < νέφος + επιρρμ. κατάλ. ηδόν (πρβλ. σωρ ηδόν)] …

    Dictionary of Greek

  • 109νεφοδιώκτης — νεφοδιώκτης, ὁ (ΑΜ) 1. αυτός που με μαγική τέχνη διώχνει τα σύννεφα 2. (κατ επέκτ.) νεφελομάντης, αυτός που ασκεί μαντεία με την παρατήρηση τών νεφών. [ΕΤΥΜΟΛ. < νέφος + διώκτης (< διώκω)] …

    Dictionary of Greek

  • 110νεφοδρομώ — νεφοδρομῶ, έω (Μ) τρέχω διά μέσου τών νεφών. [ΕΤΥΜΟΛ. < νέφος + δρομῶ (< δρόμος < δρόμος), πρβλ. πελαγο δρομώ] …

    Dictionary of Greek