(τὸ μέλαν
1μέλαν — το (ΑM μέλαν) βλ. μέλας …
2μέλαν σώμα — Βλ. λ. μαύρο σώμα …
3Μέλαν — Μέλας black masc voc sg Μέλᾱν , Μέλης masc acc sg (epic doric aeolic) Μέλης masc acc sg (doric) …
4μέλαν — μέλας black masc voc sg μέλας black neut nom/voc/acc sg μέλᾱν , μέλη fem acc sg (doric aeolic) …
5Μέλαν' — Μέλανα , Μέλας black masc acc sg Μέλανι , Μέλας black masc dat sg Μέλανε , Μέλας black masc nom/voc/acc dual …
6μέλαν' — μέλανα , μέλας black neut nom/voc/acc pl μέλανα , μέλας black masc acc sg μέλανι , μέλας black masc/neut dat sg μέλανε , μέλας black masc/neut nom/voc/acc dual μέλανε , μελάνω grow black pres imperat act 2nd sg μέλανε , μελάνω grow black imperf… …
7ЧЕРНИЛА — • Μέλαν, род жидко приготовленных цветных чернил для письма на папирусе, βίβλος. Чернильница называлась πυξίς или μελανοδόχον. Вместо перьев употребляли тростник (κάλαμος, γραφεύς), а для письма на навощенных дощечках острый грифель… …
8μέλαιος — μέλαν ink neut gen sg (doric) …
9μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν …
10Liste griechischer Phrasen/My — My Inhaltsverzeichnis 1 Μαιευτική τέχνη …