(τὸ κάλλος
1κάλλος — beauty neut nom/voc/acc sg …
2κάλλος — (I) ό βλ. κάλος (II). (II) το (AM κάλλος) η ωραιότητα, η καλλονή, η ομορφιά (α. «το ελληνικό κάλλος» β. «αἵ κάλλει ἐνίκων φῡλα γυναικῶν», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. στον πληθ. τα κάλλη τα θέλγητρα, οι χάρες («μπρος στα κάλλη τί ν ο πόνος») αρχ. 1. (για… …
3κάλλος — το ομορφιά: Μπρος στα κάλλη τι ν ο πόνος (παροιμ.) …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4κἄλλος — ἄλλος , ἄλλος y masc nom sg …
5κάλλει — κάλλος beauty neut nom/voc/acc dual (attic epic) κάλλεϊ , κάλλος beauty neut dat sg (epic ionic) κάλλος beauty neut dat sg …
6κάλλη — κάλλος beauty neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κάλλος beauty neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …
7καλλίων — κάλλος beauty neut gen pl (doric) καλλιόω make more beautiful imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) καλλιόω make more beautiful imperf ind act 1st sg (doric aeolic) καλός beautiful masc/fem nom comp sg …
8καλλῶν — κάλλος beauty neut gen pl (attic epic doric) καταλούομαι spend in bathing pres inf act (attic epic doric) …
9κάλλεα — κάλλος beauty neut nom/voc/acc pl (epic ionic) …
10κάλλεος — κάλλος beauty neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …