(τὸ δέρμα πυρί

  • 1υπόνομος — ο / ὑπόνομος, ον, ΝΑ, και θηλ. υπόνομος, η, Ν το αρσ. ως ουσ. 1. υπόγειος οχετός ή υπόγεια στοά για την αποχέτευση τών ακάθαρτων και όμβριων υδάτων 2. υπόγειο πέρασμα (α. «οι πολιορκούμενοι επικοινωνούσαν με τις άλλες πόλεις με υπονόμους» β.… …

    Dictionary of Greek