(τὸν ὄρρον

  • 1ορσόλοπος — ὀρσόλοπος, ον (Α) (ως προσωνυμία τού Αρεως) αυτός που ορμά στη μάχη, ορμητικός, πολεμικός, θυελλώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρρος* ( ρσ ) «οπίσθια, γλουτοί» + λέπω «γδέρνω» με τη σημ. ότι ὀρσόλοπος είναι «αυτός που λέπει τον ὄρρον τού πολεμίου»] …

    Dictionary of Greek