(τὸν παραλογισμόν

  • 1παραλογισμός — ό, ΝΜΑ [παραλογίζομαι] εσφαλμένος τρόπος τού συλλογίζεσθαι, εσφαλμένος συλλογισμός νεοελλ. μσν. (φιλοσ.) αθέλητη παραβίαση τών νόμων και τών κανόνων τής λογικής που στερεί τον συλλογισμό από κάθε αποδεικτική δύναμη και οδηγεί σε εσφαλμένα… …

    Dictionary of Greek