(τὸν καλλίνικον

  • 1NICETERIUM — Graece Νικητήριον, proprie corona dicta est, in signum victoriae olim conferri solita; quod tantae aestimationis fuit, utfactum quandoque sit praemium illorum, quibus ob praeclarissima merita remuneratio dabatur. Hinc Iason edixit, apud… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 2καλλίνικος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μαρτύρησε με ξίφος μαζί με τη Βασίλισσα, η οποία στους Συναξαριστές και στα Μηναία αναφέρεται ως Καλλινίκη. Η μνήμη του τιμάται στις 22 Μαρτίου. 2. Καταγόταν από την Κιλικία. Μαρτύρησε στη Γάγγρα,… …

    Dictionary of Greek

  • 3κλίνω — (AM κλίνω, Α αιολ. τ. κλίννω) 1. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί ή να γείρει πλάγια ή προς τα κάτω, τό γέρνω, τό πλαγιάζω ή λυγίζω, κάμπτω κάτι (α. «ο δυνατός άνεμος έκλινε τους κορμούς τών δέντρων» β. «ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς» όταν ο… …

    Dictionary of Greek

  • 4КАЛЛИНИК — Ап. Артемон и мч. Каллиник. Миниатюра из греко груз. рукописи. XV в. (РНБ. О.I.58. Л. 122 об.) Ап. Артемон и мч. Каллиник. Миниатюра из греко груз. рукописи. XV в. (РНБ. О.I.58. Л. 122 об.) († 250 или нач. IV в.(?)), мч. (пам. 29 июля).… …

    Православная энциклопедия