(τάλαντον
71χιλιοτάλαντος — ον, Α αυτός που έχει βάρος ή αξία χιλίων ταλάντων. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιλι(ο) * + τάλαντον (πρβλ. δεκα τάλαντος)] …
72ψηφίζω — ΝΜΑ [ψήφος] νεοελλ. εκλέγω, αναδεικνύω κάποιον, στα πλαίσια εκλογικής αναμέτρησης (α. «τόν ψήφισαν και πάλι δήμαρχο» β. «ο λαός ψήφισε τους συντηρητικούς») νεοελλ. αρχ. (στην αρχ. το μέσ. ψηφίζομαι) 1. (γενικά) εκφράζω τη γνώμη μου με την ψήφο… …
73Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …
74ՏԱՂԱՆԴ — (ոյ, ոց կամ ի, աց.) NBH 2 0839 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 7c, 13c գ. ՏԱՂԱՆԴ կամ ՏԱՂԱՆՏ. յն. դա՛լանդօն. τάλαντον . լտ. դալէնդում. talentum. (եբր. քիքքար. հյ. Քանքար. ռմկ. գընթար, գանդար, խանթար.) Կշիռ արծաթոյ եւ ոսկւոյ՝ ճիե լտերաց,… …
75ՔԱՆՔԱՐ — (ի կամ ոյ, ոց, կամ աց, ովք կամ օք.) NBH 2 0980 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 7c, 12c, 14c գ. τάλαντον talentum. երբ. քիքքար. թ. քընդար, քանդար. Երեւելի կշիռ ոսկւոյ կամ արծաթոյ: տե՛ս ʼի բառն ՏԱՂԱՆԴ: *Տաղանդն քանքար ասի ըստ …
76ταλάντωι — ταλάντῳ , τάλαντον balance neut dat sg …
77τάλανθ' — τάλαντα , τάλαντον balance neut nom/voc/acc pl …
78τάλαντ' — τάλαντα , τάλαντον balance neut nom/voc/acc pl …
79talento — (Del lat. talentum, y este del gr. τάλαντον, plato de la balanza, peso). 1. m. inteligencia (ǁ capacidad de entender). 2. aptitud (ǁ capacidad para el desempeño o ejercicio de una ocupación). 3. Persona inteligente o apta para determinada… …
80tel-1, telǝ-, tlē(i)-, tlā- — tel 1, telǝ , tlē(i) , tlā English meaning: to transport, carry; to bear, suffer Deutsche Übersetzung: “aufheben, wägen; tragen; ertragen, dulden” Material: O.Ind. tulü f. “Waage, Gewicht”, tulayati “hebt auf, wägt” (with… …