(τάλαντον
61ταλαντεύω — ΝΜΑ, και τανταλεύω Μ 1. κάνω κάτι να κινείται εναλλάξ προς δύο αντίθετες κατευθύνσεις, κουνώ εδώ κι εκεί 2. μέσ. ταλαντεύομαι κουνιέμαι όπως η πλάστιγγα γέρνοντας πότε εδώ και πότε εκεί ή πότε επάνω και πότε κάτω νεοελλ. μέσ. μτφ. έχω αμφίρροπη… …
62ταλαντιαίος — αία, ον, Α 1. αυτός που έχει αξία ενός ταλάντου («ἕτεροι μὲν οἶκοι ταλαντιαῑοι καὶ διτάλαντοι καταληφθέντες», Δημοσθ.) 2. αυτός που η περιουσία του είναι ένα τάλαντο 3. αυτός που έχει βάρος ενός ταλάντου 4. (για πράξη ή για αγώνα) αυτός τού… …
63ταλαντιείος — εία, ον, Α ταλαντιαῑος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τάλαντον + κατάλ. ιεῖος (πρβλ. μην ιεῖος)] …
64ταλαντισμός — ὁ, Α είδος φόρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τάλαντον + ισμός*] …
65ταλαντοειδής — ές, Α ασταθής, ευμετάβλητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταλάντον + ειδής*] …
66ταλαντούχος — α, ο / ταλαντοῡχος, ον, ΝΑ, θηλ. και ταλαντούχος Ν νεοελλ. 1. βαθύπλουτος 2. ο προικισμένος με ταλέντο («ταλαντούχος ηθοποιός») αρχ. μτφ. αυτός που κρατά τους δίσκους τού ζυγού, τής ζυγαριάς («Ἄρης... ταλαντοῡχος ἐν μάχῃ δορός», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ …
67ταλαντώ — άω, Α [τάλαντον] ταλαντεύω …
68ταλαντώνω — ταλαντῶ, όω, ΝΑ [τάλαντον] ταλαντεύω νεοελλ. (το μέσ. και παθ.) ταλαντώνομαι υφίσταμαι ταλαντώσεις …
69τανταλίζω — Α 1. ταλαντεύω, σείω, κινώ («μελαμφύλλῳ δάφνᾳ χλωρᾷ τ ἐλαίᾳ τανταλίζει», Ανακρ.) 2. παροιμ. φρ. «τὰ Ταντάλου τάλαντα τανταλίζεται» λεγόταν για εκείνους που είχαν πολλά πλούτη όπως ο μυθικός βασιλιάς Τάνταλος (Ζηνόβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Τάνταλος. Τόσο …
70τριτάλαντος — ον, Α 1. αυτός που έχει βάρος τριών ταλάντων, που ζυγίζει τρία τάλαντα 2. αυτός που αξίζει τρία τάλαντα 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ τριτάλαντον χρηματικό ποσό τριών ταλάντων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + τάλαντον (πρβλ. δεκα τάλαντος)] …