(τάλαντον

  • 41ατάλαντος — (I) ἀτάλαντος, ον (Α) 1. ίσος κατά το βάρος, ισοδύναμος 2. όμοιος 3. ισόρροπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α (αθροιστικό) + τάλαντον «στάθμη, ζυγαριά»]. (II) η, ο αυτός που δεν έχει ταλέντο («ατάλαντος ποιητής»). [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + τάλαντο] …

    Dictionary of Greek

  • 42διακίχρημι — (Α) [κίχρημι] φρ. «διακεχρημένον τάλαντον» χρηματικό ποσό δανεισμένο σε πολλούς …

    Dictionary of Greek

  • 43διαχρώμαι — διαχρῶμαι ( άομαι) (αποθ.) (AM) αρχ. μσν. (με αιτ.) θανατώνω, φονεύω αρχ. 1. μεταχειρίζομαι συνεχώς, συνήθως 2. λέω την αλήθεια 3. (σπάν. στους Αττ.) «λιμῷ ὅσαπερ ὄψῳ διαχρῶμαι» μεταχειρίζομαι την πείνα σαν καρύκευμα 4. (σε παθητικές καταστάσεις) …

    Dictionary of Greek

  • 44επαναγορεύω — ἐπαναγορεύω (Α) 1. αναγορεύω, διακηρύσσω δημόσια 2. απρόσ. ἐπαναγορεύεται γίνεται προκήρυξη («ἐπαναγορεύεται, ἤν ἀποκτείνη τις ὑμῶν Διαγόραν τὸν Μήλιον, λαμβάνειν τάλαντον», Αριστοφ.) …

    Dictionary of Greek

  • 45επιφέρω — (AM ἐπιφέρω) νεοελλ. 1. επενεργώ, επιδρώ για δεύτερη φορά («θα επιφέρουμε τροποποιήσεις στο νομοσχέδιο») 2. αναφέρω συμπληρωματικά, επιλέγω, προσθέτω («επιφέρει παραδείγματα που ενισχύουν τους ισχυρισμούς του») 3. (για επιστολή) μεταφέρω… …

    Dictionary of Greek

  • 46εριώλη — ἐριώλη και ἐριωλή, ἡ (Α) 1. ανεμοστρόβιλος, θύελλα, καταιγίδα 2. (στον Αριστοφ.) α) χαρακτηρισμός που αποδίδεται μεταφορικά στον βίαιο δημαγωγό Κλέωνα β) λογοπαικτικά προς τις λέξεις «ἔριον» και «ὄλλυμι» («αὕτη γέ τοι ἐρίων τάλαντον καταπέπωκε… …

    Dictionary of Greek

  • 47ευτάλαντος — εὐτάλαντος, ον (Μ) 1. αυτός που ζυγίζει με ακρίβεια 2. αμερόληπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τάλαντον «δίσκος τής ζυγαριάς»] …

    Dictionary of Greek

  • 48ζυγοτάλαντα — ζυγοτάλαντα, τὰ (Μ) ζυγός, ζυγαριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγός + τάλαντα, πληθ. του τάλαντον] …

    Dictionary of Greek

  • 49ισοτάλαντος — η, ο (Μ ἰσοτάλαντος, ον) ισόζυγος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + τάλαντος (< τάλαντον «ζυγός»), πρβλ. βαρυ τάλαντος, ομο τάλαντος] …

    Dictionary of Greek

  • 50καταπίνω — (AM καταπίνω) κατεβάζω κάτι διά μέσου τού φάρυγγα στο στομάχι («δεν μπορεί να καταπιεί ούτε νερό» β. «κατάπια ένα κουκούτσι») νεοελλ. 1. μτφ. α) πιστεύω κάτι με αφέλεια, απονήρευτα δέχομαι τα ψεύδη κάποιου, χάφτω («τού λένε ένα σωρό τερατολογίες… …

    Dictionary of Greek