(τὰ ἐνέχυρα

  • 1ἐνέχυρα — ἐνέχυρον pledge neut nom/voc/acc pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2ἐνεχυράσαι — ἐνεχυρά̱σᾱͅ , ἐνεχυράζω take a pledge from fut part act fem dat sg (doric) ἐνεχυρά̱σᾱͅ , ἐνεχυράζω take a pledge from fut part act fem dat sg (doric) ἐνεχυράζω take a pledge from aor inf act ἐνεχυράσαῑ , ἐνεχυράζω take a pledge from aor opt act… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3ἐνεχυρασίαις — ἐνεχυρᾱσίαις , ἐνεχυρασία taking fem dat pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 4ἐνεχυρασίαν — ἐνεχυρᾱσίᾱν , ἐνεχυρασία taking fem acc sg (attic doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 5TRIERARCHUS — in Rep. Atheniensi dicebatur, qui navem bellicam armamentaque navalia et eius generis alia, praebebat. Ulpianus, Τριήραρχός ἐςτιν ὁ ναῦν παρεχόμενος πολεμικην` καὶ οκεύη τῇ νηΐ καὶ ὅσα τοιαῦτα. Cui muneri obeundo ditissimi quique assignabantur,… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 6ενέχυρο — Παρεπόμενο εμπράγματο δικαίωμα, το οποίο αποβλέπει στην εξασφάλιση μιας απαίτησης (που μπορεί να είναι και μελλοντική ή υπό αίρεση) καθώς και των τόκων, της ποινικής ρήτρας, των δαπανών κλπ., που προκύπτουν από την απαίτηση αυτή. Ε. μπορεί να… …

    Dictionary of Greek

  • 7εναποτιμώ — ἐναποτιμῶ ( άω) (Α) υπολογίζω κατ εκτίμηση την αξία ενός αντικειμένου («τὰ ἐνέχυρα πρὸς τὴν ἀξίαν ἐναποτιμηθῆναι ἐκέλευσε», Δίων Κάσ.) …

    Dictionary of Greek

  • 8ενεχυροδανειστήριο(ν) — το πιστωτικό ίδρυμα ή γραφείο που δίνει δάνεια με ενέχυρο, δηλ. έντοκα δάνεια που ασφαλίζονται με ενέχυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ενέχυρο(ν) + δανειστήριο(ν). Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] …

    Dictionary of Greek

  • 9κτήσιος — Προσωνυμία του Δία ως προστάτη της ατομικής περιουσίας. Ο Κ. Δίας λατρευόταν σε αρκετές περιοχές του ελλαδικού χώρου. Στην Αττική υπήρχε βωμός στον δήμο Φλύας και ένα λατρευτικό κέντρο στον Πειραιά. Ο Δημοσθένης αναφέρει ότι θυσίαζαν ένα λευκό… …

    Dictionary of Greek

  • 10προενεχυριάζω — Α δεσμεύω κάποιον εκ τών προτέρων με το να παράσχει ενέχυρα ή υποσχέσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐνεχυριάζω, μτγν. τ. τού ἐνεχυράζω] …

    Dictionary of Greek