(τὰ ἄκρα
1ἄκρα — ἄκρᾱ , ἄκρα highest fem nom/voc/acc dual ἄκρᾱ , ἄκρα highest fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἄκρον highest neut nom/voc/acc pl ἄκρος at the farthest point neut nom/voc/acc pl ἄκρᾱ , ἄκρος at the farthest point fem nom/voc/acc dual ἄκρᾱ ,… …
2ἄκρᾳ — ἄκραι , ἄκρα highest fem nom/voc pl ἄκρᾱͅ , ἄκρα highest fem dat sg (attic doric aeolic) ἄκραι , ἄκρος at the farthest point fem nom/voc pl ἄκρᾱͅ , ἄκρος at the farthest point fem dat sg (attic doric aeolic) …
3άκρα — Έτσι ονόμαζαν οι Βυζαντινοί τα σύνορα της αυτοκρατορίας τους. Αρχικά για τη δήλωση της οροθετικής γραμμής χρησιμοποιούσαν τη λατινογενή λέξη λίμιτα (limita), που στους Ρωμαίους σήμαινε τη συνεχή γραμμή των οχυρωματικών έργων, τα οποία… …
4Άκρα ή Άκραι — Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της Σικελίας, αποικία των Συρακουσών. Ιδρύθηκε το 664 π.Χ. για στρατιωτικούς σκοπούς, γρήγορα όμως απέκτησε αστική φυσιογνωμία. Στην πόλη στρατοπέδευσε το 357 π.Χ. ο Δίων στην ένοπλη ρήξη του με τον τύραννο… …
5Κωλιάδα άκρα — Ονομασία ακρωτηρίου της Αττικής, κατά την αρχαιότητα, στη θέση όπου βρίσκεται σήμερα ο Άγιος Κοσμάς …
6ἄκρας — ἄκρᾱς , ἄκρα highest fem acc pl ἄκρᾱς , ἄκρα highest fem gen sg (attic doric aeolic) ἄκρᾱς , ἄκρος at the farthest point fem acc pl ἄκρᾱς , ἄκρος at the farthest point fem gen sg (attic doric aeolic) …
7ἄκραι — ἄκρα highest fem nom/voc pl ἄκρᾱͅ , ἄκρα highest fem dat sg (attic doric aeolic) ἄκρος at the farthest point fem nom/voc pl ἄκρᾱͅ , ἄκρος at the farthest point fem dat sg (attic doric aeolic) …
8ἀκρατέστερον — ἀκρᾱτέστερον , ἄκρατος unmixed adverbial comp ἀκρᾱτέστερον , ἄκρατος unmixed masc acc comp sg ἀκρᾱτέστερον , ἄκρατος unmixed neut nom/voc/acc comp sg ἀκρατής powerless adverbial comp ἀκρατής powerless masc acc comp sg ἀκρατής powerless neut… …
9ἀκρατότερον — ἀκρᾱτότερον , ἄκρατος unmixed adverbial comp ἀκρᾱτότερον , ἄκρατος unmixed masc acc comp sg ἀκρᾱτότερον , ἄκρατος unmixed neut nom/voc/acc comp sg …
10ἀκραῆ — ἀκρᾱῆ , ἀκραής blowing strongly neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀκρᾱῆ , ἀκραής blowing strongly masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀκρᾱῆ , ἀκραής blowing strongly masc/fem acc sg (attic epic doric) …