(τὰ τραύματα

  • 1τραύματα — τραῦμα wound neut nom/voc/acc pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2τραύμαθ' — τραύματα , τραῦμα wound neut nom/voc/acc pl τραύματι , τραῦμα wound neut dat sg τραύματε , τραῦμα wound neut nom/voc/acc dual …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3τραύματ' — τραύματα , τραῦμα wound neut nom/voc/acc pl τραύματι , τραῦμα wound neut dat sg τραύματε , τραῦμα wound neut nom/voc/acc dual …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 4τραύμα — (Ιατρ.) Πρόσφατη κάκωση του δέρματος και των υποκείμενων ιστών εξαιτίας μηχανικής βίας σε οποιοδήποτε σημείο του σώματος. Eπιφανειακά είναι τα τ. που αφορούν μόνο το δέρμα και τον υποδόριο ιστό, βαθιά ή σύνθετα αυτά που φτάνουν μέχρι τους… …

    Dictionary of Greek

  • 5γάγγραινα — Νέκρωση ποικίλης έκτασης μιας περιοχής του σώματος, που παρουσιάζει επιπλοκή από την εγκατάσταση μικροβίων. Διακρίνεται σε γ. ξηρή και υγρή. Η πρώτη εμφανίζεται στα άκρα και οφείλεται στην παρεμπόδιση της τοπικής αιμάτωσης εξαιτίας της… …

    Dictionary of Greek

  • 6εμβολή — Απόφραξη αιμοφόρου αγγείου από έμβολο που μπορεί να είναι στερεό, υγρό και αέριο και έχει μεταφερθεί στη θέση αυτή με την κυκλοφορία του αίματος, σε αντίθεση με τη θρόμβωση, όπου ο θρόμβος σχηματίστηκε στη θέση της απόφραξης. Τα στερεά έμβολα τις …

    Dictionary of Greek

  • 7μότωμα — μότωμα, τὸ (Α) [μοτώ (Ι)] 1. μοτός κατασκευασμένος για τραύματα 2. στουπί, πλέγμα λινών νημάτων για τοποθέτηση πάνω σε τραύματα …

    Dictionary of Greek

  • 8σπαστικός — (Ιατρ.). Το άτομο που παρουσιάζει αθέλητη, έντονη και διαρκή συστολή διάφορων μυών, τόσο των γραμμωτών, όσο και των λείων. Οι σπαστικές αυτές συστολές συνοδεύονται συνήθως από πόνους. Ο σπασμός των μυών των αρτηριακών αγγείων των διαφόρων οργάνων …

    Dictionary of Greek

  • 9ύπουλος — η, ο / ὕπουλος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που κάτω από την φαινομενική καλωσύνη ή υγεία κρύβει κακό ή κακά (α. «ύπουλη νόσος» β. «οἰδεῑ καὶ ὕπουλός ἐστιν ἡ πόλις», Πλούτ. γ. «κάλλος κακῶν ὕπουλον», Σοφ.) 2. (για πρόσ.) κρυψίνους, δόλιος, υποκριτικός (α.… …

    Dictionary of Greek

  • 10τραυματολογία — η 1. τμήμα της χειρουργικής που καταγίνεται με τα τραύματα. 2. επιστημονική πραγματεία για τα τραύματα …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)