(τὰ ποτήρια θεράποντες ἐξέσμων

  • 1εκσμάω — ἐκσμάω (Α) σφουγγίζω, ξεπλένω, εξαλείφω («οἱ θεράποντες αὐτοῡ ἐξέσμων αὐτά [τὰ ποτήρια]», Ηροδ.) …

    Dictionary of Greek