(τρίποδος
1τρίποδος — η, ο / τρίπους, ουν, ΝΜΑ, και λόγιος τ. τρίπους Ν, και ποιητ. τ. τρίπος Α 1. αυτός που έχει τρία πόδια 2. (σχετικά με πρόσ. και ιδίως γέροντα που στηρίζεται σε ραβδί) αυτός που βαδίζει με τρία πόδια («τρίποδι βροτῷ», Ησίοδ.) 3. (σχετικά με έπιπλα …
2τρίποδος — η, ο 1. που έχει τρία πόδια: Τρίποδο τέρας. 2. το ουδ. ως ουσ., τρίποδο, το και στρίποδο, το, α. καβαλέτο, τρίποδας: Έχει τον πίνακα σε τρίποδο και ζωγραφίζει. β. καθεμιά από τις δύο κινητές βάσεις όπου στηρίζονται οι σανίδες πρόχειρου κρεβατιού …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3τρίποδος — τρίπους three footed masc/fem/neut gen sg …
4Треножник — Жертвенный треножник Дин конец династии Шан, Шанхайский музей Треножник (др. греч …
5Tripodion — Треножник др. греч. τρίποδος : металлический котёл с тремя ножками, а также любая утварь на трёх подставках. В домашнем хозяйстве треножник применялся для разогревания воды и пищи. Изготовлялся из различных материалов, мог быть культовым… …
6TRIPUS — non unius olim generis. Fuere enim alii τρίποδες ἐμπυριβῆται, sive λέβητες λοετροχόοι, in quibus calefiebat aqua loturis, vel lebetes lavantibus aquam fundentes. Alii fuerunnt τρίποδες ἄπυροι, non sentientes ignem, qui ornatui solum templorum et… …
7επιγράφω — (AM ἐπιγράφω) 1. χαράσσω επιγραφή («καὶ ἐπέγραψαν ὀνομαστὶ τὰς πόλεις [ἐπὶ τρίποδος]», Θουκ.) 2. δίνω τίτλο σε ένα κείμενο («Ἰλιάδα ἐπέγραψε τῷ ποιήματι») 3. υπογράφω ή επικυρώνω˙|| μσν. 1. φέρω επιγραφή 2. συγγράφω 3. αποφασίζω αρχ. 1. ξύνω… …
8λουτροχόος — λουτροχόος, επικ. τ. λοετροχόος, δωρ. τ. λωτροχόος, ον (Α) 1. αυτός που χύνει νερό για λούσιμο 2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ὁ, ἡ λουτροχόος δούλος που είχε ως έργο να ετοιμάζει το λουτρό («οἰνοχόους καὶ λουτροχόους», Ξεν.) 3. φρ. «λοετροχόος… …
9περιδίδωμι — Α μεσ. περιδίδομαι στοιχηματίζω («τρίποδος περιδώμεθον ἠὲ λέβητος» ας βάλουμε στοίχημα έναν τρίποδα ή έναν λέβητα, Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + δίδωμι «δίνω»] …
10τρίποδο — το, Ν βλ. τρίποδος …
- 1
- 2