(τριήρης
1τριήρης — a trireme fem acc pl (attic epic doric ionic) τριήρης a trireme fem nom/voc pl (doric ionic aeolic) τριήρης a trireme fem nom sg (ionic) τριήρης a trireme fem nom pl (doric aeolic) …
2τριήρης — Πολεμικό πλοίο των αρχαίων Ελλήνων. Είχε 3 υπερκείμενες σειρές κουπιά και επίσης 2 ιστία και 2 πανιά και κύριο όπλο της ήταν το έμβολο, κάτω από την πλώρη. Η πρώτη τ. φαίνεται πως κατασκευάστηκε στην Κόρινθο κατά το τέλος του 8ου αι. π.Χ. και από …
3τριήρης — η ους, πληθ. εις, πολεμικό πλοίο των αρχαίων Ελλήνων με τρεις σειρές κουπιά σε κάθε πλευρά …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4τριήρει — τριήρης a trireme fem nom/voc/acc dual (attic epic ionic) τριήρεϊ , τριήρης a trireme fem dat sg (epic ionic) τριήρης a trireme fem dat sg (ionic) …
5τριήρεες — τριήρης a trireme fem nom/voc pl (epic ionic) τριήρης a trireme fem nom pl (epic ionic) …
6τριήρεις — τριήρης a trireme fem nom/voc pl (attic epic ionic) τριήρης a trireme fem nom pl (attic epic) …
7τριήρη — τριήρης a trireme fem acc sg (attic epic doric ionic) τριήρης a trireme fem nom/voc/acc dual (doric ionic aeolic) …
8Триера — (τριήρης) у древних греков трехгребное судно, на котором гребцы располагались в три яруса. Гребцы размещались у обоих бортов Т.; сидевшие в первом, верхнем ярусе назывались франитами (θρανϊται). Немного ниже сидели зевгиты (ζευγιται), еще ниже… …
9τριηρέων — τριήρης a trireme fem gen pl (epic doric ionic aeolic) …
10τριηρῶν — τριήρης a trireme fem gen pl (attic epic doric ionic) …