(τοῦ σοφοκλέους

  • 11τραχίνιος — και ιων. τ. τρηχίνιος, ία, ον, και τ. θηλ. ος και τραχινίς, ίδος, Α [Τραχίς, ῑνος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πόλη τής Θεσσαλίας Τραχίς* ή αυτός που προέρχεται από αυτήν («Τραχινίαν... δεράδα», Σοφ.) 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) oἱ… …

    Dictionary of Greek

  • 12διδασκαλία — Βλ. λ. διδακτική. * * * η (AM διδασκαλία) [διδάσκαλος] 1. μετάδοση γνώσεων, διδαχή 2. νουθεσία, υπόδειξη, δασκάλεμα αρχ. νεοελλ. 1. το σύνολο τών διδαγμάτων θρησκείας, επιστήμης ή φιλοσοφικού συστήματος («η χριστιανική διδασκαλία») 2. η… …

    Dictionary of Greek

  • 13καθίημι — καθίημι, ιων. τ. κατίημι (Α) 1. ρίχνω προς τα κάτω, αφήνω να πέσει («ἃ γὰρ καθήσειν ὅπλ ἔμελλεν ἐς ἅλα», Ευρ.) 2. αφήνω κάτι να κρέμεται, να πέφτει («καὶ πρῶτον μὲν καθῆσαν εἰς ὤμους κόμας» άφησαν τα μαλλιά τους να πέσουν στους ώμους, Ευρ.) 3.… …

    Dictionary of Greek

  • 14μαστιγοφόρος — α, ο (Α μαστιγοφόρος, ον) αυτός που έχει ή κρατάει μαστίγιο («καὶ μαστιγοφόρους τριακοσίους ὑπηρέτας», Αριστοτ.) νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μαστιγοφόρα (ζωολ. βοτ.) πρώτιστα πρωτόζωα ή πρωτόφυτα, τα οποία φέρουν ένα ή περισσότερα μαστίγια …

    Dictionary of Greek

  • 15ξοανηφόρος — ξοανηφόρος, ὁ (Α) 1. αυτός που φέρει ξόανα 2. (ως κύριο όν. στον πληθ.) Ξοανηφόροι τίτλος δράματος τού Σοφοκλέους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξόανον + συνδετικό φωνήεν η , πιθ. για μετρικούς λόγους + φόρος*] …

    Dictionary of Greek

  • 16σφυροκόπος — ο / σφυροκόπος, ον, ΝΑ αυτός που κατεργάζεται μέταλλα με τη σφύρα, σφυρηλάτης αρχ. (το αρσ. ως κύριο όν.) Σφυροκόπος τίτλος έργου τού Σοφοκλέους. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφῦρα + κόπος (< κόπος < κόπτω), πρβλ. ξυλο κόπος] …

    Dictionary of Greek

  • 17σύνδειπνος — η, ο / σύνδειπνος, ον, ΝΜΑ, και σύδειπνος, η, ο, Ν αυτός που παρακάθεται σε δείπνο μαζί με άλλον ή με άλλους, συνδαιτυμόνας αρχ. 1. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) Σύνδειπνοι τίτλος σατυρικού δράματος τού Σοφοκλέους 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι… …

    Dictionary of Greek

  • 18τραυματίας — ο, ΝΜΑ, και ιων. τ. τρωματίας Α αυτός που φέρει τραύμα, τραυματισμένος, λαβωμένος (α. «τραυματίας πολέμου» αυτός που τραυματίστηκε κατά τη διάρκεια πολεμικής ενέργειας και, κατ επέκτ., αυτός που έχει υποστεί μόνιμη σωματική βλάβη από τραυματισμό… …

    Dictionary of Greek

  • 19τυμπανιστής — ο, θηλ. τυμπανίστρια, ΝΑ [τυμπανίζω] αυτός που χτυπά το τύμπανο, ο τυμπανοκρούστης νεοελλ. (ειδικά) στρατιώτης, μαθητής ή αθλητής που χτυπά το τύμπανο για να δίνει και να διατηρεί τον βηματισμό φάλαγγας σε πορεία, ιδίως κατά τις παρελάσεις, ή… …

    Dictionary of Greek

  • 20φιλοσοφοκλής — ὁ, Α φίλος, θαυμαστής τού Σοφοκλέους. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + Σοφοκλῆς] …

    Dictionary of Greek