(τοῦ οἴνου
1Μουσείο Οίνου (Σαντορίνης) — Ανάμεσα στα πολλά αξιοθέατα γεωλογικά, αρχαιολογικά και ιστορικά που προσφέρει η Σαντορίνη στους χιλιάδες επισκέπτες της περιλαμβάνεται και ένα Μουσείο Οίνου που εδώ και μερικά χρόνια λειτουργεί στο Βύθωνα. Στεγάζεται στον υπόγειο χώρο κάναβα του …
2κρασί — Ποτό που παράγεται από την ολική ή μερική αλκοολική ζύμωση του μούστου (γλεύκους) των νωπών σταφυλιών. Από χημική άποψη, το κ. είναι ένα μείγμα από 85 90% νερό, 5 14% αιθυλική αλκοόλη (οινόπνευμα) και από άλλες ουσίες, που προσδίδουν τα… …
3виньныи — ВИНЬНЫИ1 (37) пр. 1.Являющийся причиной чего л.: Манихеи... си равномощьноу и противноу двоицю именоующе хоулѩть бж(с)тво. ѡво оу||бо свѣтоу. ѡво же тьмѣ винноу. (παραίτιον) КР 1284, 383б в; бл҃гъ б҃ъ истиньно бо изгл҃ано и виненъ ѥсть бл҃гмъ,… …
4Ευχαριστία, Θεία — Ένα από τα επτά θεία μυστήρια, το οποίο τελείται σε ανάμνηση του Μυστικού Δείπνου. Ονομάζεται επίσης και μετάληψη των αχράντων μυστηρίων ή θεία κοινωνία. Το μυστήριο της Θ.Ε. συστήθηκε από τον ίδιο τον Ιησού Χριστό κατά το τελευταίο δείπνο με… …
5φορά — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. φορή Α 1. η κατεύθυνση κινούμενου πράγματος, η διεύθυνση τής κίνησης του (α. «η φορά τού ανέμου» β. «κυκλεῑσθαι... τὸν ἄτρακτον... τὴν αὐτὴν φοράν», Πλάτ.) 2. ορμή, φόρα (α. «επέπεσε με μεγάλη φορά» β. «παῑς ὢν... φορᾱς μεστὸς …
6οινηρός — οἰνηρός, ά, όν (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον οίνο («οἰνηρὸς θεράπων» ο υπηρέτης τού οίνου, ο κεραστής οίνου, Ανακρ.) 2. οινώδης («οἰνηρὰ ὑγρότης», Αριστοτ.) 3. (για επίδεσμο) εμβαπτισμένος σε οίνο, μουσκεμένος με κρασί 4. (για… …
7άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… …
8PARIES — an ex par, quia semper duo pares: an ex paro, i. e. struo? Aeliô Gallô finitore, sive murus, sive maceria est, l. 157. ff. de verb. signif. Leoni Bapt. Alber. l. 1. omnis structura sic dicitur, quae a solo in altum surrexit ad ferendum onus… …
9οινοθήρας — οἰνοθήρας ὁ (Α) (πιθ. γρφ.) φυτό τού οποίου η ρίζα είχε οσμή οίνου ή χρησίμευε για αρωματισμό τού οίνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + θήρας (< θήρα), πρβλ. χρυσο θήρας] …
10σωτήρας — Όνομα τεσσάρων οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (63 κάτ., υψόμ. 330), στην επαρχία Θάσου του νομού Καβάλας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (10 τ.χλμ., 401 κάτ.), στην οποία ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, η Σκάλα Σωτήρα (338 κάτ.,… …