(τοὺς λίθους

  • 91λιθιάσεις — Παθολογικές καταστάσεις που προκαλούνται σε διάφορα όργανα του ανθρώπινου σώματος εξαιτίας της παρουσίας λίθων. Οι λίθοι (πέτρες) είναι στερεά σώματα, τα οποία σχηματίζονται στους εκφορητικούς πόρους των αδένων ή σε κοίλα όργανα εξαιτίας… …

    Dictionary of Greek

  • 92Μουσείο, Αρχαιολογικό Βραυρώνας — Βρίσκεται πολύ κοντά στον αρχαιολογικό χώρο του ιερού της Βραυρωνίας Αρτέμιδος. Χτίστηκε το 1962, σε σχέδια του αρχιτέκτονα Γ. Φωτιάδη, και άνοιξε τις αίθουσές του στο κοινό το 1969. Εκτός από τα ευρήματα του ιερού, στεγάζει και ευρήματα των… …

    Dictionary of Greek

  • 93Μουσείο, Βυζαντινό και Χριστιανικό Αθηνών — Ιδρύθηκε το 1914 και στεγάζεται από το 1930 στη βίλα Ιλίσσια (Βασιλίσσης Σοφίας 22), που άρχισε να χτίζεται το 1840 σε σχέδια του αρχιτέκτονα Σταμάτη Κλεάνθη για τη Γαλλίδα φιλελληνίδα Sοphie de Marbοis Lebrun, δούκισσα της Πλακεντίας (1785 1854) …

    Dictionary of Greek

  • 94Πομπηία — Αρχαία πόλη της Ιταλίας στην Καμπανία, στους πρόποδες του Βεζούβιου, 25 χλμ. από τη Νάπολη. Οσκικής καταγωγής, η Π. υποτάχτηκε στους Ετρούσκους, στους Έλληνες και τέλος στους Σαμνίτες, οι οποίοι την επεξέτειναν σημαντικά. Μετά τους Σαμνιτικούς… …

    Dictionary of Greek

  • 95σφενδόνα — Λέγεται και σφενδόνη. Όργανο με το οποίο εκσφενδονίζονται πέτρες. Αποτελείται από μακριά λουρίδα, συνήθως δερμάτινη, η οποία φέρει στο μέσο της πλατύ θύλακο, όπου τοποθετείται η πέτρα. Ο σφενδονιστής (αρχ. σφενδονήτης), αφού πρώτα βάλει την πέτρα …

    Dictionary of Greek

  • 96LAICI — vide supra, in voce Clerici. Item infra, Narthex, Navis. Sed et Laici, in Monasteriis dicuntur, qui vulgo Conversi, Oblati, Donati; de quibus vide Haeften. Disquisttion. Monasticar. l. 3. tract. 1. disquis. 8. et Menard. ad Concardiam Regular. p …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 97καράτι — Μονάδα βάρους πολύτιμων λίθων· μονάδα μέτρησης του βαθμού καθαρότητας των κραμάτων χρυσού. Το κ. ως μονάδα βάρους χρησιμοποιείται σε όλους τους πολύτιμους λίθους, εκτός από τα μαργαριτάρια. Το μετρικό κ. καθιερώθηκε από την Δ’ Γενική Διάσκεψη… …

    Dictionary of Greek

  • 98γιατρός — Εκείνος που ασκεί την ιατρική ως επάγγελμα. Στην Ελλάδα, το δικαίωμα άσκησης του ιατρικού επαγγέλματος έχουν όσοι συμπληρώνουν με επιτυχία τον εξαετή κύκλο των σχετικών πανεπιστημιακών σπουδών στις ιατρικές σχολές της χώρας μας ή στις σχολές… …

    Dictionary of Greek

  • 99κυλίω — (AM κυλίω) κινώ κάτι περιστροφικά στο έδαφος, τσουλάω, κυλώ ή κάνω κάτι να κυλήσει, μετακινώ στριφογυρίζοντας («κυλίσατε λίθους ἐπὶ τὸ στόμα τοῡ σπηλαίου», ΠΔ) νεοελλ. 1. (συν. μέσ. ή παθ.) κυλίομαι και κυλιέμαι πέφτω προς τα κάτω κυλώντας 2. φρ …

    Dictionary of Greek

  • 100ξίφος — Ευθύ και σχετικά πλατύ αγχέμαχο όπλο, σε χρήση ήδη από την προϊστορική εποχή. Το ξ. αποτελείται από τη λεπίδα (έλασμα) και τη λαβή (κώπη). Η λεπίδα, μεταλλικό κοφτερό στέλεχος τριγωνικής τομής και ποικίλου μήκους (0,90 1 μ.), φέρει ένα αυλάκι σε… …

    Dictionary of Greek