(τοὺς λίθους

  • 121Κούσκο — (Cusco ή Cuzco). Πόλη (333.400 κάτ. το 2003) του νότιου Περού, πρωτεύουσα του ομώνυμου νομού (72.105 τ. χλμ., 1.208.689 κάτ.). Βρίσκεται στην περιοχή των Άνδεων, σε υψόμετρο 3.399 μ., σε ένα οροπέδιο που διασχίζεται από τον ποταμό Oυατανάι.… …

    Dictionary of Greek

  • 122μεγαλιθικά μνημεία — Κατηγορία μνημείων που εμφανίζονται σε παγκόσμια κλίμακα, εκτείνονται χρονικά σε διάφορες εποχές και χαρακτηρίζονται από τη χρήση λίθων μεγάλου μεγέθους. Τα κύρια σημεία εμφάνισής τους είναι η δυτική Ευρώπη, η Ασία και τα νησιά του Ειρηνικού. Σε… …

    Dictionary of Greek

  • 123Μουσείο, Επιγραφικό (Αθηνών) — Καταλαμβάνει μέρος του κτιρίου του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου (βλ. λ.), αλλά διαθέτει ξεχωριστή είσοδο από την οδό Τοσίτσα 1. Η πλούσια συλλογή του, που περιλαμβάνει περίπου 14.000 επιγραφές, οι περισσότερες από την Αττική και άλλες από την… …

    Dictionary of Greek

  • 124πομπεντίτ — Σκληρό συσσωματωμένο κράμα, που παράγεται με την τεχνική της κονιομεταλλουργίας από μονοκαρβίτερου, διοικητή του στόλου, που είχε σπεύσει να βοηθήσει τους Πομπηιανούς. Η Π. έχει μοναδική σημασία για τη ρωμαϊκή αρχαιολογία, γιατί η βροχή από τέφρα …

    Dictionary of Greek

  • 125ακουαμαρίνα — Παραλλαγή του ορυκτού βηρυλλίου (βλ. λ.) που χαρακτηρίζεται από υποκύανο έως έντονο γαλάζιο χρώμα, και οφείλεται στην παρουσία οξειδίων του σιδήρου. Είναι από τους ευρύτατα χρησιμοποιούμενους διακοσμητικούς λίθους και απαντάται σε γρανιτικά… …

    Dictionary of Greek

  • 126δένω — (AM δῶ, έω Μ και δέννω) Ι. συγκρατώ κάτι τυλίγοντάς το με σκοινί, κλωστή, σύρμα κ.λπ. («τόν έδεσαν χειροπόδαρα» «δήσαντες νηλέϊ δεσμῷ» αφού τόν έδεσαν με άλυτα δεσμά) 2. δένω κάτι από σταθερό σημείο, προσδένω κάτι σε κάτι άλλο («έδεσε τ άλογο… …

    Dictionary of Greek

  • 127δαμασκήνωση — Τεχνική διακόσμησης χάλκινων, ορειχάλκινων ή ατσάλινων αντικειμένων με ένθετα, συνήθως πολύτιμα, μέταλλα (χρυσό, άργυρο κ.ά.) διαφορετικού χρώματος. Αφού σχεδιαστούν στην επιφάνεια του αντικειμένου τα μοτίβα, χαράζονται με αιχμηρό εργαλείο ή με… …

    Dictionary of Greek

  • 128διάδημα — Ταινία ή στεφάνι από χρυσό ή άλλο υλικό που τη φορούσαν στο κεφάλι ως κόσμημα ή σύμβολο εξουσίας από την αρχαιότητα. Η προέλευση του δ. είναι αβέβαιη, αλλά είναι γνωστό πως το χρησιμοποίησαν ευρύτατα οι αρχαίοι Έλληνες, προσδίδοντάς του πολιτική… …

    Dictionary of Greek