(τοὺς λίθους

  • 111ζωτικός — I (14ος αι.). Ζωγράφος και καλλιγράφος. Το έργο του Μηνιαίο βρίσκεται στη βιβλιοθήκη του πατριαρχείου της Αλεξανδρείας, κώδικας αρ. 435. II Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ζ. ο μάρτυς. Βλ. λ. Μάρτυρες δέκα εν Κρήτη. 2. Ζ. ο μάρτυς.… …

    Dictionary of Greek

  • 112πέτρα — I Oνομασία διαφόρων αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της αρχαίας μακεδόνικης Πιερίας, χτισμένη πάνω σε ψηλό και απότομο βράχο στα Στενά της Πέτρας, που σχηματίζουν τα Καμβούνια όρη και ο Όλυμπος. Είναι άγνωστο πότε χτίστηκε. Έχουν σωθεί ερείπια από σπίτια …

    Dictionary of Greek

  • 113πεντέλιθα — και πεντάλιθα, τὰ, ή πεντέλιθοι, οἱ, Α 1. είδος παιδιάς που παιζότρν με πέντε λίθους, τα πεντόβολα 2. (με ειδική σημ.) είδος γυναικείου παιχνιδιού, τα οποία έριχναν προς τα πάνω πέντε λιθίδια, ψήφους ή αστραγάλους τους οποίους έπιαναν πάλι… …

    Dictionary of Greek

  • 114σκύρος — Το μεγαλύτερο νησί των Β. Σποράδων. Βρίσκεται ανατολικά της Εύβοιας, από την οποία απέχει 25 ναυτ. μίλια, και στο νομό της οποίας ανήκει. Η Σκ. είναι ορεινή (Κόχυλας 792 μ.). Οι ακτές της σχηματίζουν πολλούς όρμους, με κυριότερους της Καλογριάς,… …

    Dictionary of Greek

  • 115σπόνδυλος — Δίθυρο μαλάκιο (spondilus gaedezopus) της οικογένειας των Σπονδυλιδών, της τάξης των ψευδοελασματοβραγχίων. Το όστρακό του έχει άνισες θυρίδες: η μεγαλύτερη, που προσκολλάται στο βυθό της θάλασσας, έχει μέγιστο άξονα μήκους 10 περίπου εκ. Η άλλη… …

    Dictionary of Greek

  • 116σφενδοβόλον — τὸ, Μ είδος καταπέλτη τον οποίο έφεραν οι σφενδοβολιστές («λίθους ῥίπτοντες τοὺς μὲν διὰ χειρός, τοὺς δὲ διὰ σφενδοβόλων», Λέων Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σφενδ όνη + βόλον (< βόλος < βάλλω), πρβλ. πυροβόλον] …

    Dictionary of Greek

  • 117τύμβος — Με τον όρο αυτό χαρακτηριζόταν στην αρχαιότητα ο τάφος ενός ή πολλών ατόμων πάνω από τον οποίο συσσωρευόταν σωρός από χώμα. Συνήθως ήταν μεγαλοπρεπής τάφος ο οποίος έφερε το λεγόμενο σήμα, μια πέτρα δηλαδή ή πλάκα ή επιτύμβια στήλη. Η συνήθεια να …

    Dictionary of Greek

  • 118Άκαμπα — (al−Aqabah). Πόλη (95.600 κάτ. το 2002) και εμπορικό λιμάνι της Ιορδανίας. Βρίσκεται στην άκρη του ομώνυμου κόλπου, στην περιοχή της Ερυθράς θάλασσας. Η Ά. αναπτύχθηκε ραγδαία τα τελευταία χρόνια με αποτέλεσμα ο πληθυσμός της από 1.700 κατ. στο… …

    Dictionary of Greek

  • 119Θάλμπεργκ, Ίρβιν — (Irving Thalberg, Νέα Υόρκη 1899 – 1936). Αμερικανός παραγωγός του κινηματογράφου. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1920 ο Θ., αυτοδίδακτος και ξεκινώντας από τη θέση του γραμματέα στα στούντιο της εταιρείας Universal, μετεξελίχθηκε σε έναν από τους …

    Dictionary of Greek

  • 120κλακτόνιος — Πολιτισμός του κατώτερου παλαιοζωικού αιώνα. Η ονομασία του προέρχεται από την τοποθεσία όπου βρέθηκαν χαρακτηριστικά εργαλεία από κατεργασμένους λίθους, στις ποτάμιες αναβαθμίδες του Τάμεση, στα περίχωρα της πόλης Κλάκτον ον Σι (Έσεξ). Ο κ. ήταν …

    Dictionary of Greek