(τινά τινι

  • 1μνηστεύω — (ΑΜ μνηστεύω Α δωρ. τ. μναστεύω) [μνηστός] δεσμεύω δύο άτομα διαφορετικού φύλου με αμοιβαία υπόσχεση γάμου, αρραβωνιάζω (α. «αύριο, μνηστεύω την κόρη μου» β. «ἀπογράψασθαι σὺν Μαριὰμ τῇ μεμνηστευμένη αὐτῷ γυναικί», ΚΔ) νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ …

    Dictionary of Greek

  • 2υποβάλλω — ὑποβάλλω, ΝΜΑ, και επικ. τ. ὑββάλλω Α [βάλλω] θέτω κάτι κάτω από κάτι άλλο (α. «υποβάλλω θεμέλια» β. «κάτω μὲν ὑποβαλεῑτε τῶν Μιλησίων ἐρίων», Εύβουλ. γ. «ὑπένερθε δὲ λίθ ὑπέβαλλεν», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. θέτω υπό την κρίση ή την έγκριση κάποιου (α …

    Dictionary of Greek

  • 3δίνω — (I) και δίδω και δώνω (AM δίδωμι και δίδω) Ι. 1. δίνω στο χέρι κάτι, εγχειρίζω 2. χαρίζω, παρέχω («τού δώσε δέκα λίρες», «για τούτο είδεν ο Θεός τον περισσόν του πόνον και ήδωκεν στη ρήγισσα και πάλιν άλλον γόνον») 3. κληροδοτώ («τού δώσε τ… …

    Dictionary of Greek

  • 4οσφραίνομαι — (Α ὀσφραίνομαι και ὀσφραίνω) 1. αισθάνομαι την οσμή από κάτι, μυρίζω, μού μυρίζει κάτι («κρομμύων ὀσφραίνομαι», Αριστοφ.) 2. μτφ. αντιλαμβάνομαι, μυρίζομαι, παίρνω μυρωδιά («ὀσφραινόμενος τοῡ χρυσίου», Λουκιαν.) νεοελλ. προαισθάνομαι, προμαντεύω… …

    Dictionary of Greek

  • 5παρομοιώνω — παρομοιῶ, όω ΝΜΑ [παρόμοιος] θεωρώ ή παριστάνω κάτι ως όμοιο με άλλο, συγκρίνω, παραβάλλω, παρομοιάζω, εικονίζω με σύγκριση (α. «επειδή ήτο κάπως... στρογγύλη το σώμα, τὴν παρομοίωσαν με τους χονδρούς κοφίνους», Παπαδ. β. «παρομοιοῡν τινά τινι»,… …

    Dictionary of Greek

  • 6υποχέω — Α [χέω] 1. χύνω μέσα σε δοχείο που είναι τοποθετημένο από κάτω 2. (για ξηρό πράγμα) στρώνω ή απλώνω αποκάτω («φύλλα ὑποκεχυμένα ὑπὸ τοῑς ποσί», Ηρόδ.) 3. μτφ. εμβάλλω κρυφά στην ψυχή κάποιου («ἀπιστίη ὑπεκέχυτο αὐτῷ», Ηρόδ.) 4. παθ. ὑποχέομαι α)… …

    Dictionary of Greek

  • 7ՈՒՐԵՄՆ — ( ) NBH 2 0560 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c, 10c, 11c շ. ἅρα, οὗν igitur, ergo, itaque. (որպէս թէ Ուր իմն՝ նշանակ հետեւողութեան կամ մակաբերութեան. որ եւ կոչի բազբանական, եւ շփոթի ընդ երկբայական կամ… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 8τιν' — τινᾰ , τις any one masc/fem acc sg τινᾰ , τις any one neut nom/voc/acc pl τινῐ , τις any one dat sg τινε , τις any one nom/voc/acc dual …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 9γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… …

    Dictionary of Greek

  • 10παριστάνω — και παρασταίνω / παριστάνω και παρίστημι και παριστῶ, άω, ΝΜΑ νεοελλ. 1. εικονίζω, εμφανίζω παράσταση, ζωγραφίζω, απεικονίζω (α. «η εικόνα παριστάνει τη Γέννηση τού Χριστού» β. «ανάγλυφον παριστών την Αθηνά») 2. (για ηθοποιούς) υποδύομαι έναν… …

    Dictionary of Greek