(τινα ἐπί τι

  • 121προσελαύνω — Α [ἐλαύνω] 1. φέρνω, οδηγώ κάποιον ή κάτι προς ένα σημείο («προσελαύνειν τὸν ἵππον», Πλούτ.) 2. προωθώ, σπρώχνω προς ένα σημείο («προσελαύνειν τινὰ φιλοσοφίᾳ», Διογ. Λαέρ.) 3. προχωρώ ιππεύοντας, πλησιάζω σε ένα μέρος έφιππος (α. «ὡς δὲ προσήλασε …

    Dictionary of Greek

  • 122προσκατασκευάζω — Α 1. κατασκευάζω, παρασκευάζω ή ετοιμάζω επί πλέον (α. «προσκατασκευάζω πόλεις πόλεσι», Ιώσ. β. «προσκατασκευάζειν θησαυρόν», πάπ.) 2. αποδεικνύω επιπροσθέτως 3. μέσ. προσκατασκευάζομαι προμηθεύω για τον εαυτό μου, εφοδιάζομαι… …

    Dictionary of Greek

  • 123προστάτης — Αδενομυϊκό όργανο που ανήκει στο γεννητικό σύστημα του άνδρα· έχει σχήμα και διαστάσεις κάστανου, βρίσκετα κάτω από την ουροδόχο κύστη και περιβάλλει το αρχικό τμήμα της ουρήθρας. Οι αδένες του π. εκκρίνουν ένα γαλακτώδες υγρό, που έχει την… …

    Dictionary of Greek

  • 124ρικνώνω — ῥικνῶ, όω, ΝΜΑ [ῥικνός] 1. κάνω κάτι να ζαρώσει, καθιστώ κάτι ρικνό, τό σκεβρώνω 2. (μέσ. και παθ.) ρικνώνομαι και ῥικνοῡμαι, όομαι α) γίνομαι ρικνός, συρρικνώνομαι, συμμαζεύομαι, συστέλλομαι β) ρυτιδώνομαι, ζαρώνω μσν. αρχ. 1. συστέλλω 2. μέσ.… …

    Dictionary of Greek

  • 125σεμνόμαντις — άντεως, ὁ, Α σεβάσμιος μάντης («ὡς χρείη μ ἐπὶ τὸν σεμνόμαντιν ἄνδρα πέμψασθαί τινα;», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σεμνός + μάντις] …

    Dictionary of Greek

  • 126στρατηγιώ — άω, Α [στρατηγός] (ως εφετικός τ. τού στρατηγώ) 1. επιθυμώ να γίνω στρατηγός 2. επιθυμώ να πολεμήσω 3. φρ. «στρατηγιῶ ἐπὶ τινα» επιτίθεμαι εναντίον κάποιου (Στράβ.) …

    Dictionary of Greek

  • 127συνικέτης — ὁ, ΜΑ [ἱκέτης] αυτός που ικετεύει μαζί με κάποιον άλλο («ἐπί τινα τῶν ὁσίων ἀνδρῶν... γενέσθαι συλλήπτορα καὶ συνικέτην», Διον. Αρ.) …

    Dictionary of Greek

  • 128συντρέφω — και αττ. τ. ξυντρέφω Α [τρέφω] 1. τρέφω επί πλέον 2. τρέφω συγχρόνως 3. παθ. συντρέφομαι α) ανατρέφομαι μαζί με άλλον β) εκπαιδεύομαι σε κάτι γ) (για ασθένειες ή για αισθήματα) αυξάνομαι ή αναπτύσσομαι συγχρόνως με κάτι άλλο («ἐκ νηπίου ἡμῑν… …

    Dictionary of Greek