(σίδαι
1Σίδαι — Σίδη pomegranate fem nom/voc pl Σίδᾱͅ , Σίδη pomegranate fem dat sg (doric aeolic) …
2σίδαι — σίδη pomegranate fem nom/voc pl σίδᾱͅ , σίδη pomegranate fem dat sg (doric aeolic) …
3σίδιο — το / σίδιον, ΝΑ [σίδη] νεοελλ. το ρόδι αρχ. 1. ο φλοιός τού ροδιού 2. (η δοτ.) σιδίῳ (κατά τον Ησύχ.) «κόκκῳ ῥοιᾱς» 3. στον πληθ. τὰ σίδια (κατά τον Ησύχ.) «τὰ τῶν ῥοιῶν λέπυρα σίδαι γὰρ αἱ ῥοιαί. τίθεται δὲ καὶ ἐπὶ πάντων χλωρῶν» …